Ιστορίες

Το μωρό των Λίντμπεργκ: Η απαγωγή που συγκλόνισε τις ΗΠΑ

Ο μόλις 20 μηνών Τσαρλς χάθηκε μέσα από την κούνια του. Η υπόθεση χαρακτηρίστηκε το «έγκλημα του αιώνα» και απασχολεί έως σήμερα

1 Μαρτίου 1932, 10:00 π.μ.: Η νταντά της οικογένειας Λίντμπεργκ, Μπέτι Γκόου διαπιστώνει ότι δεν βρίσκει το μόλις 20 μηνών μωρό της οικογένειας Τσαρλς Αουγκούστους. Θεωρούσε ότι είναι στο μπάνιο μαζί με τη μητέρα του, Αν αλλά όταν την βλέπει να βγαίνει μόνη της πανικοβάλλεται. Ο πατέρας, Τσαρλς Λίντμπεργκ, διάσημος αεροπόρος της εποχής, πηγαίνει στο παιδικό δωμάτιο όπου εντοπίζει στο πρεβάζι του παραθύρου έναν φάκελο. Μέσα υπάρχει ένα ιδιόγραφο σημείωμα με πολλά ορθογραφικά λάθη το οποίο αναφέρει:

«Αγαπητέ κύριε: Να ετοιμάσετε 50.000 δολάρια, 25.000 σε χαρτονομίσματα των 20 δολαρίων, 15.000 σε χαρτονομίσματα των 10 και 10.000 των 5. Μετά από 2-4 μέρες θα σας ενημερώσουμε που θα παραδώσετε τα χρήματα. Σας προειδοποιούμε να μην το δημοσιοποιήσετε ή να μην ενημερώσετε την αστυνομία το παιδί είναι καλά προστατευμένο. Σημάδι για όλα τα γράμμα είναι η υπογραφή και οι τρεις τρύπες»

(Dear Sir! Have 50.000$ redy 25 000$ in 20$ bills 15000$ in 10$ bills and 10000$ in 5$ bills After 2–4 days we will inform you were to deliver the mony. We warn you for making anyding public or for notify the Police the child is in gut care. Indication for all letters are Singnature and 3 hohls).

Στο τέλος της επιστολής υπήρχε μια παράξενη υπογραφή με δύο συνδεδεμένους μπλε κύκλους σε έναν κόκκινο. Στο κέντρο του κάθε κύκλου και αριστερά και δεξιά από την υπογραφή υπήρχαν τρεις μικρές τρύπες.

Έτσι ξεκίνησε η υπόθεση της απαγωγής του μωρού των Λίντεμπεργκ, το «έγκλημα του αιώνα»που συγκλόνισε τις ΗΠΑ και μέχρι σήμερα αποτελεί αντικείμενο έρευνας.

Γερμανός που γνώριζε από κατασκευές

Αφού διάβασε το σημείωμα ο Τσαρλς Λίντμπεργκ πήρε το όπλο του και βγήκε έξω από το σπίτι. Κάτω από το παράθυρο του παιδικού δωματίου βρήκε στοιχεία που αποδείκνυαν ότι είχε τοποθετηθεί ξύλινη σκάλα. Εντόπισε επίσης μια μικρή κουβέρτα. Η οικογένεια επικοινώνησε άμεσα με την αστυνομία και τον δικηγόρο τους. Μια ομάδα έρευνας έφτασε στο σπίτι και κατέληξε πως ο δράστης φορούσε γάντια και είχε βάλει ύφασμα στις σόλες των παπουτσιών του. Δεν βρέθηκαν αποτυπώματα.  Εντοπίστηκε η σκάλα και ειδικοί έκριναν ότι την έχει φτιάξει κάποιος που γνώριζε από ξυλουργική και κατασκευές. Γραφολόγοι που ανέλυσαν το σημείωμα συμπέραναν ότι αυτός που το έγραψε ήταν πιθανότατα γερμανικής καταγωγής.

Στην υπόθεση παρενέβη ακόμα και ο ίδιος ο διευθυντής του FBI, Έντγκαρ Χούβερ τονίζοντας ότι θα βοηθήσει με κάθε τρόπο την αστυνομία του Νιου Τζέρσεϊ. Οι αρχές ανακοίνωσαν ότι θα δοθεί το ποσό των 25.000 δολαρίων σε όποιον θα αποκαλύψει στοιχεία που θα οδηγήσουν στον εντοπισμό του μωρού.

Η Βάιολετ Σαρπ ήταν μια από τις πρώτες υπόπτους αλλά στις 10 Ιουνίου 1932 αυτοκτόνησε καταπίνοντας φιαλίδιο κυανίου, λίγο πριν ανακριθεί για τέταρτη φορά για την υπόθεση. Αργότερα αποδείχθηκε ότι δεν εμπλεκόταν στην απαγωγή.

Η υπόθεση είχε συγκλονίσει τις ΗΠΑ και πολλοί ήταν εκείνοι που ενεπλάκησαν. Ο Τσαρλς Λίντμπεργκ απευθύνθηκε ακόμα και σε ανθρώπους που εμπλέκονταν με το οργανωμένο έγκλημα προσπαθώντας να βρει το μωρό. Χαρακτηριστικό είναι ότι ζητήθηκε η βοήθεια του φυλακισμένου εκείνη την εποχή Αλ Καπόνε.

Η οικογένεια προσέθεσε άλλες 50.000 δολάρια για να βρεθούν στοιχεία με το συνολικό ποσό (75.000) να είναι πραγματικά τεράστιο με δεδομένο ότι η χώρα βρισκόταν στην περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης.

Ο… σύνδεσμός

Στις 6 Μαρτίου έφτασε ταχυδρομικώς ένα ακόμα σημείωμα. Είχε σταλεί από το Μπρούκλιν δύο μέρες πριν και ανέβαζε το ποσό των λύτρων στις 70.000. Ακολούθησε τρίτο σημείωμα το οποίο ενημέρωσε ότι ο Τζον Κόντον θα λειτουργήσει ως ενδιάμεσος. Έδινε οδηγίες για το μέγεθος του κουτιού που θα έπρεπε να μπουν τα χρήματα και επαναλάμβανε να μην ενημερωθεί η αστυνομία.

Ο Τζον Κόντον ήταν ένας συνταξιούχος δάσκαλος. Είχε εμπλακεί στην υπόθεση προσφέροντας 1.000 δολάρια στους απαγωγείς αν παρέδιδαν το μωρό σε έναν Καθολικό ιερέα. Τελικά έλαβε μια επιστολή στην οποία οι απαγωγείς τον ενημέρωσαν ότι επελέγη να λειτουργήσει ως συνδετικός κρίκος με την οικογένεια.

Ακολουθώντας τις οδηγίες τους ο Κόντον έβαλε μια αγγελία σε εφημερίδα η οποία ανέφερε «Money is Ready. Jafsie». Έτσι αποδέχθηκε τον ρόλο που του ανέθεσαν.

Όπως αποκάλυψε ο ίδιος ο Κόντον (φωτό) συναντήθηκε με ένα άτομο σε νεκροταφείο στο Μπρονξ. «Είχε ξένη προφορά και έμεινε στο σκοτάδι καθ όλη τη διάρκεια της συζήτησης. Δεν μπόρεσα να τον δω. Μου είπε ότι τον λένε Τζον και ότι ήταν ναύτης από τη Σκανδιναβία. Υποστήριξε ότι είναι μέλος συμμορίας τριών ανδρών και δύο γυναικών. Όταν του εξέφρασα τις αμφιβολίες μου ότι εμπλέκεται στην απαγωγή μου υποσχέθηκε ότι στην επόμενη συνάντηση μας θα φέρει ένα ρούχο του μωρού. Κάποια στιγμή με ρώτησε: Θα με έκαιγαν αν το πακέτο είναι νεκρό; Τον ρώτησα τι εννοεί και με διαβεβαίωσε πως το μωρό ζει» ανέφερε ο Κόντον.

Στις 16 Μαρτίου έλαβε ταχυδρομικώς ένα από τα ρούχα του μωρού και ένα σημείωμα. Επικοινώνησε με την οικογένεια η οποία αναγνώρισε το ρούχο. Με μια νέα αγγελία έγινε το επόμενο βήμα. «Τα χρήματα είναι έτοιμα. Όχι μπάτσοι, όχι πράκτορες. Έρχομαι μόνος μου όπως την τελευταία φορά» ανέφερε. Την 1η Απριλίου ο Κόντον έλαβε μια επιστολή που τον ενημέρωνε ότι είναι ώρα να παραδοθούν τα λύτρα.

Η φρικτή αποκάλυψη

Τα χρήματα τοποθετήθηκαν σε ένα ξύλινο κουτί με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με την ελπίδα ότι θα εντοπιστεί αργότερα. Τα χαρτονομίσματα είχαν πάνω το λεγόμενο χρυσό πιστοποιητικό, ένα σημάδι που θα αποσυρόταν σύντομα. Έτσι όποιος τα χρησιμοποιούσε θα τραβούσε την προσοχή. Δεν είχαν σημαδευτεί με κάποιο τρόπο αλλά οι αριθμοί τους είχαν καταγραφεί.

Στις 2 Απριλίου οδηγός ταξί έδωσε ένα σημείωμα στον Κόντον. Ακολούθησε συνάντηση με τον «Τζον» και του παρέδωσε 50.000 δολάρια λέγοντας πως δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν περισσότερα. Ο «Τζον» τα δέχθηκε και του είπε πως το μωρό «το προσέχουν δύο αθώες γυναίκες».

Η οικογένεια περίμενε συγκεκριμένες οδηγίες για το πώς θα παραλάβει το μωρό. Στις 12 Μαΐου όμως ένα φορτηγό σταμάτησε σε μια περιοχή επτά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι των Λιντμπεργκ. Ο συνοδηγός Γουίλιαμ Άλεν πήγε σε ένα δέντρο να ουρήσει και είδε το νεκρό σώμα του μωρού. Το κρανίο του ήταν σπασμένο και βρισκόταν πλέον σε αποσύνθεση. Μέρος του σώματος είχε φαγωθεί από ζώα ενώ ήταν φανερό ότι κάποιος είχε προσπαθήσει να το καλύψει. Η νταντά επιβεβαίωσε ότι είναι ο μικρός Τσαρλς καθώς φορούσε ένα πουκαμισάκι που του είχε φτιάξει η ίδια. Το μωρό είδε δολοφονηθεί με ένα χτύπημα στο κεφάλι.

Follow the money…

Οι αρχές ήταν πεπεισμένες ότι  ο δράστης ήταν κάποιος που γνώριζε την οικογένεια ενώ ύποπτος ήταν και ο Τζον Κόντον. Ελλείψει στοιχείων όμως η αστυνομία στράφηκε στον εντοπισμό χρημάτων από τα λύτρα. Κάποια από τα χαρτονομίσματα βρέθηκαν στο Σικάγο και τη Μινεάπολη αλλά δεν βοήθησαν.

Με κυβερνητική εντολή όσοι κατείχαν δολάρια με χρυσό πιστοποιητικό έπρεπε να τα αλλάξουν έως την 1η Μαΐου 1933. Λίγες μέρες πριν το τέλος της προθεσμίας ένας άντρας πήγε σε τράπεζα ζητώντας να του αλλάξουν 2.980 με χρυσό πιστοποιητικό. Ήταν μέρος των λύτρων. Είχε όμως δώσει ψεύτικό όνομα και διεύθυνση.

Μέσα στους επομένους μήνες χαρτονομίσματα εντοπίστηκαν στη Νέα Υόρκη και ειδικότερα σε μια συγκεκριμένη διαδρομή του μετρό. Αυτή που συνέδεε το Μπρονξ με την ανατολική πλευρά του Μανχάταν στην οποία βρισκόταν και η γειτονία Γιόρκβιλ όπου έμεναν πολλοί Γερμανοί και Αυστριακοί.

Ένα από τα χαρτονομίσματα με χρυσό πιστοποιητικό δόθηκε σε ένα πρατήριο καυσίμων στη Νέα Υόρκη. Ο ιδιοκτήτης σημείωσε την πινακίδα του αυτοκινήτου γιατί, όπως είπε, θεώρησε τον ιδιοκτήτη ύποπτο. Από την πινακίδα βρέθηκε το όνομα και η διεύθυνση. Ο Ρίτσαρντ Χάουπτμαν ήταν μετανάστης από τη Γερμανία. Ζούσε στο Μπρονξ και όταν οι αρχές πήγαν στο σπίτι του βρήκαν 14.000 δολάρια από τα λύτρα.

Δεν ομολόγησε ποτέ αλλά…

Μετά τη σύλληψη ο Χάουπτμαν ανακρίθηκε για 48 ώρες. Τον χτύπησαν και δεν του επέτρεψαν να κοιμηθεί. Αυτός υποστήριξε ότι τα χρήματα τα είχε πάρει από τον συνεργάτη του Ισίντορ Φιτς, ο οποίος είχε πεθάνει τον Μάρτιο του 1934. Αρνήθηκε ότι έχει σχέση με την υπόθεση της δολοφονίας του μωρού.

Η αστυνομία όμως βρήκε στο σπίτι του κι άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία. Σε ένα τετράδιο είχε σχεδιάσει μια σκάλα ακριβώς ίδια με αυτή που χρησιμοποιήθηκε στον σπίτι των Λίντμπεργκ. Σε τοίχο μέσα σε μια ντουλάπα είχε σημειώσει το τηλέφωνο και τη διεύθυνση του Τζον Κόντον και στην σοφίτα εντοπίστηκε ένα κομμάτι ξύλο που ταίριαζε απολύτως με αυτό της σκάλας.

Η δίκη του Χάουπτμαν έγινε στο Φλέμινγκτον του Νιου Τζέρσι και προκάλεσε παροξυσμό. Οι εξηγήσεις που επιχείρησε να δώσει ο κατηγορούμενος δεν έπεισαν. Τα στοιχεία ήταν συντριπτικά κατά του. Όταν τον ρώτησαν για το τηλέφωνο και τη διεύθυνση που είχε γράψει στον τοίχο μέσα στην ντουλάπα είπε: «Μάλλον διάβασα στην εφημερίδα για την υπόθεση, με ενδιέφερε και κράτησα κάποια στοιχεία. Ίσως να ήμουν στην ντουλάπα όταν το διάβαζα και έγραψα εκεί τη διεύθυνση. Δεν μπορώ να σας δώσω εξήγηση για το τηλέφωνο». Για το σχέδιο της σκάλας υποστήριξε ότι το έχει κάνει ένα παιδί.

Μάρτυρας τον αναγνώρισε ως το άτομο που παρέλαβε τα λύτρα ενώ αποδείχθηκε ότι την ημέρα της απαγωγής έλειπε από τη δουλειά από την οποία παραιτήθηκε δύο μέρες αφού παραδόθηκαν τα χρήματα. Από τότε δεν είχε δουλέψει ξανά.

Ο Χάουπτμαν καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου. Οι εφέσεις που κατέθεσαν απορρίφθηκαν και η εκτέλεση του ορίστηκε για την 3η Απριλίου 1936. Παρότι ο εκδότης Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ του προσέφερε ένα τεράστιο ποσό για να ομολογήσει ο Χάουπτμαν δεν το έκανε ενώ απέρριψε και την πρόταση να αποδεχθεί την ενοχή του και η ποινή του να μετατραπεί σε ισόβια. Εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα την ημέρα που είχε οριστεί.

Επίλογος

Μέσα στα επόμενα χρόνια η επιμονή του Χάουπτμαν να μην ομολογήσει και το γεγονός ότι η έρευνα έγινε πρόχειρα οδήγησε σε διάφορες θεωρίες. Κάποιοι μίλησαν για την εμπλοκή κι άλλων ατόμων στην απαγωγή και τη δολοφονία ενώ υπήρξαν και αυτοί που υποστήριξαν ότι δράστης ήταν ο πατέρας του παιδιού. Εκδόθηκαν βιβλία με διάφορες θεωρίες και έγιναν ντοκιμαντέρ. Ο πράκτορας του FBI και καθηγητής στο πανεπιστήμιο Έντινμπορο, Τιμ Φίσερ, ο οποίος έχει ασχοληθεί επισταμένα με την υπόθεση, αναφέρει:  «Τα φαινόμενα που αναπτύχθηκαν γύρω από την υπόθεση Λίντμπεργκ είναι μια γιγαντιαία απάτη ανθρώπων που εκμεταλλεύτηκαν το αδαές και κυνικό κοινό. Ο Χάουπταν είναι το ίδιο ένοχος σήμερα όσο ήταν το 1932 όταν απήγαγε και σκότωσε τον γιό των Λίντμπεργκ».

Πηγή
www.janus.gr
Αντιστοιχισμένο

Σχετικά Άρθρα

Back to top button