Πρόσωπα

Η Χάρις Καρνέζη ταξιδεύει στον κόσμο μια δική της θεατροπαιδαγωγική μέθοδο για παιδιά με αυτισμό

Αν γράψεις στο google «CBD», τα αποτελέσματα που εμφανίζονται αφορούν σε …έλαια θεραπευτικής κάνναβης. Από αυτό, κρατάμε το «θεραπευτική» και μόνο, για να διαπιστώσουμε ότι πρόκειται (και) για μια διεθνώς πρωτοποριακή μέθοδο σχεδιασμένη από μια Ελληνίδα.

Η Χάρις Καρνέζη ξεκίνησε ως ηθοποιός και συνδύασε την τέχνη του θεάτρου με τις ανάγκες των παιδιών που είναι στο φάσμα του αυτισμού, δημιουργώντας το «Γνωσιακό Συμπεριφορικό Δράμα» (Cognitive Behaviour Drama), μια δική της πατέντα. Μέσω αυτού, εξετάζει τις ανάγκες αυτών των παιδιών και προχωρά στις αναγκαίες ψυχοεκπαιδευτικές παρεμβάσεις.

«Φτιάχνεις παράλληλα ένα παιχνίδι, μια περιπέτεια, μέσα από την οποία το παιδί μπορεί να δείξει και να αναπτύξει το ταλέντο του. Κάθε παιδί κερδίζει κάτι από το άλλο, κι έτσι μαθαίνουν να λειτουργούν ομαδικά. Παράλληλα διδάσκονται ότι ο καθένας μπορεί να είναι καλός σε κάτι, αλλά με τίποτα κάποιος καλός σε όλα»

Συνάντησα τη Χάρις στο υπό μετακόμιση εκπαιδευτικό κέντρο που διατηρεί στην Αθήνα τα τελευταία οκτώ χρόνια. Στο χώρο, έχει στηθεί ένα σκηνικό που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ένα καράβι, την είσοδο ενός …κάστρου και πολλά χρωματιστά πατζούρια στους τοίχους. Εκεί σκηνοθετούσε τις συναρπαστικές περιπέτειες που εντυπωσιάζουν τα παιδιά.

Της ζήτησα να μου μιλήσει για το ψυχοεκπαιδευτικό πρόγραμμα που έχει δημιουργήσει και «ταξιδεύει» ανά τον κόσμο, προκειμένου να μεταλαμπαδεύσει τη μέθοδό της. Βασίζεται στις ανάγκες των παιδιών με αυτισμό, ηλικίας 4 έως 18 ετών, τις οποίες καλείται να καλύψει μέσω της θεατρικής δράσης με διαδραστικά παραμύθια, στα οποία καλούνται να λάβουν μέρος αυτά τα παιδιά, ομαδικά.

«Φτιάχνεις παράλληλα ένα παιχνίδι, μια περιπέτεια, μέσα από την οποία το παιδί μπορεί να δείξει και να αναπτύξει το ταλέντο του. Κάθε παιδί κερδίζει κάτι από το άλλο, κι έτσι μαθαίνουν να λειτουργούν ομαδικά. Παράλληλα διδάσκονται ότι ο καθένας μπορεί να είναι καλός σε κάτι, αλλά με τίποτα κάποιος καλός σε όλα».

Η ίδια, από κοινού με την ομάδα των συνεργατών της θεραπευτών, ξεκινούν από το ειδικό ενδιαφέρον του παιδιού και μετά κατευθύνονται στο να του δώσουν ένα κίνητρο. «Δημιουργείς ένα περιβάλλον που θα νιώσει άνετα το κάθε παιδί να κινηθεί και να δημιουργήσει. Φτιάχνεις τις συνθήκες ώστε να νιώσει την ανάγκη να συμπεριφερθεί, αντί να του πεις να το κάνει. Συντονίζεται, αναζητά, αντιδρά και τελικά λειτουργεί», διευκρινίζει.

Πώς όμως ακριβώς «πάντρεψε» την ψυχολογία με το θέατρο; Εξηγεί ότι επιχείρησε να συνδυάσει την Γνωσιακή Συμπεριφορική (θεραπεία της ψυχολογίας), με το δράμα.

Το πόνημά της απευθύνεται, εκτός από τα υψηλής λειτουργικότητας παιδιά με αυτισμό, και σε αυτά με επικοινωνιακές δυσκολίες, εκλεκτική αλαλία, Διάσπαση Προσοχής – Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ). «Όλα τα παραπάνω έχουν ένα κοινό: την δυσκολία λήψης πληροφοριών από το περιβάλλον. Σε αυτά τα παιδιά, δεν έρχεται το συμβολικό παιχνίδι στη ζωή τους αυτομάτως. Χρειάζονται, λοιπόν, μια δημιουργική κινητοποίηση», μου λέει.

Στην επίσκεψή μου στο εκπαιδευτικό κέντρο λίγες ημέρες πριν τη συνέντευξη, είχα παρατηρήσει ότι εξέρχονταν κυρίως αγόρια από το εργαστηριακό μάθημα. Μου εξηγεί ότι η αναλογία στο φάσμα του αυτισμού είναι, ανά 9 παιδιά, 1 κορίτσι προς 8 αγόρια.

«Συνήθως τα κορίτσια που παρακολουθούν το πρόγραμμα είναι για άλλο λόγο εδώ, όπως η χαμηλή τους αυτοεκτίμηση». Απαριθμεί, ενδεικτικά: «Από τα 44 παιδιά που μετείχαν φέτος στα προγράμματά μας, τα κορίτσια είναι 9. Από αυτά, στο φάσμα του αυτισμού είναι μόλις 3».

Απορώ και την ρωτώ τι μπορεί να κινητοποιήσει μια ηθοποιό στο να αφήσει το θέατρο και να αφιερωθεί σε έναν τέτοιο σκοπό. Αφότου τέλειωσε τη Δραματική Σχολή Αθηνών του Γιώργου Θεοδοσιάδη, η Χάρις δούλεψε ως ηθοποιός. Θυμάται ότι ήδη, μέσα στη σχολή, εντυπωνόταν στους σπουδαστές ότι δεν θα βρουν δουλειά, λόγω της φύσης του επαγγέλματος.

Έτσι, αναζήτησε και έκανε ένα μεταπτυχιακό στη Βρετανία που αφορούσε στο παιδαγωγικό θέατρο. Στο θέατρο, δηλαδή, ως εργαλείου δουλειάς στην εκπαίδευση για να είναι το μάθημα πιο προσιτό και ευχάριστο στους μαθητές. Μάλιστα, τότε ήταν η μόνη ηθοποιός που το παρακολουθούσε.

«Ενθουσιάστηκα, ωστόσο γύρισα στην Ελλάδα και δούλεψα ως ηθοποιός σε Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα. Στη συνέχεια εργάστηκα στο Βρετανικό Συμβούλιο για τρία χρόνια. Όταν συνάντησα μια Ιρλανδή συνάδελφό μου από το μεταπτυχιακό πρόγραμμα, κουβέντιασα μαζί της και μπήκα σε σκέψεις για διδακτορικό, ενώ παράλληλα έμαθα για μια υποτροφία που υπήρχε σε ένα πρόγραμμα με θέμα ”θέατρο σε παιδιά με σύνδρομο Asperger”.

Έκανα έρευνα επί ένα μήνα και αφού συνάντησα διάφορα εμπόδια, κατάφερα τελικά να πάρω μια υποτροφία από το πανεπιστήμιο Trinity της Ιρλανδίας. Άφησα τα πάντα, έφυγα από την Ελλάδα και έκανα το διδακτορικό».

Οι θεραπευτές συνεργάτες της είναι κατά βάση ηθοποιοί, γιατί ακριβώς μπορούν να αντιληφθούν τα στοιχεία του δράματος και πώς δημιουργείται η αντίστοιχη δραματική ένταση. Εκεί κρύβεται και η απάντηση στο γιατί χρειάζεται η υποκριτική τέχνη σε αυτό που εφηύρε.

«Σε αυτό που κάνουμε υπάρχει ο ρυθμός της παράστασης, κι έτσι είναι σημαντικό οι συντελεστές της να είναι και ηθοποιοί. Τα παιδιά, ωστόσο, δεν παίζουν κάποιο ρόλο σε αυτή την ιδιότυπη παράσταση, αλλά καλούνται να λύσουν κάποια προβλήματα σε πραγματικούς χρόνους. Υπενθυμίζω ότι τα παιδιά στο φάσμα του αυτισμού μένουν στις δικές τους σκέψεις και χάνουν το τι συμβαίνει γύρω τους».

Αυτισμός – σύνδρομο Asperger – νοητική υστέρηση

Με την ευκαιρία, της ζητώ να μου αποσαφηνίσει τι είναι ο αυτισμός, τι το σύνδρομο Asperger, και γιατί συχνά αυτά συγχέονται με τη νοητική υστέρηση. Τι παρερμηνεύεται; «Υπάρχει σύγχυση και συχνά συσχέτιση του αυτισμού με τη νοητική υστέρηση, κι αυτό γιατί υπάρχει ένα ποσοστό παιδιών με αυτισμό που έχει και νοητική υστέρηση.

Ωστόσο ο αυτισμός αυτός καθ΄αυτός, αφορά στη δυσκολία στην επικοινωνία, δηλαδή το κοινωνικό κομμάτι και μόνο. Για τον ίδιο λόγο δεν υπάρχει πλέον στα διαγνωστικά κριτήρια ο όρος «σύνδρομο Asperger» (υψηλής λειτουργικότητας αυτισμός, χωρίς νοητική υστέρηση) αλλά μόνο το ”φάσμα του αυτισμού” με επίπεδα».

Σε κάθε συνάντηση – εργαστήριο, τα παιδιά ομαδοποιούνται βάσει των αναγκών και της δυνατότητας να αλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους. «Λαμβάνω υπόψιν την ηλικία, την ανάπτυξή τους, τη δυνατότητα να μπορούν να συνυπάρξουν, βάσει του γιατί ήρθαν. Δημιουργώ μια ιστορία που εκτιμώ ότι θα ιντριγκάρει τα παιδιά».

Μια ενδεικτική περιπέτεια – κίνητρο για τα παιδιά

«Βρίσκω ένα εισιτήριο για τον πιο μαγικό ζωολογικό κήπο σε ολόκληρο τον κόσμο. Εκεί πάμε με τα παιδιά και δημιουργούν με χειροτεχνία το ζωάκι τους, το ταΐζουν, παίζουν μαζί του, επενδύουν σε αυτό. Μετά έρχεται το πρόβλημα, που είναι η εξαφάνιση των ζώων. Έτσι, κινητοποιούμε τα παιδιά ρωτώντας τα αν είναι αρκετά γενναία, ώστε να αναζητήσουμε τα χαμένα ζώα. Ακολουθεί σειρά μαθημάτων με την περιπέτεια της αναζήτησης σε …επεισόδια.

Τα παιδιά θα συναντήσουν δράκους, κροκόδειλους, νεράιδες. Εμπόδια. Θα αντλήσουν πληροφορίες για να φτάσουν τελικά στο στόχο: να πάρουν πίσω τα ζωάκια τους. Μέσα στην περιπέτεια, υπάρχουν οι εκπαιδευτικοί στόχοι. Όπως η βλεμματική επαφή του παιδιού, ή η εύρεση της κατάλληλης στιγμής ώστε να μιλήσει στον ήρωα. Τη στιγμή αυτή καλούνται να λύσουν προβλήματα.

Εν ολίγοις, όλες οι κοινωνικές δεξιότητες στις οποίες τα παιδιά δυσκολεύονται, εντάσσονται μέσα στην αποστολή ώστε τα παιδιά να ”γυμναστούν”. Έτσι με το καιρό θα ”ξεκλειδώσουν” και θα αντιληφθούν πώς μπορούν και είναι προτιμότερο να λειτουργούν. Και θα καταλάβουν, τελικά, έμπρακτα σε τι τους χρησιμεύουν αυτές οι δεξιότητες».

Για την εξήγηση της αποτελεσματικότητας της μεθόδου, της ζητώ να μου φέρει ένα παράδειγμα. Αναφέρεται σε ένα παιδί που είχε εμμονή με το ασανσέρ. «Ήθελε απλά να το βλέπει και να πατά τα κουμπιά δίπλα στην πόρτα του. Ήθελε να το ζωγραφίζει, να μιλά μόνο γι΄αυτό. Με αυτό το παιδί ξεκινάς ατομικά, μαθαίνοντάς το να εξερευνά και πράγματα σχετικά με το ασανσέρ.

Βλέπει τους ορόφους στους οποίους οδηγείται με αυτό, τα αντικείμενα στους διαδρόμους. Μιλά φανταστικά με κάποιον κάτοικο για να ασχοληθεί και με κάτι πλην του ασανσέρ. Διευρύνει το πεδίο δράσης του. Και σιγά – σιγά, εντάσσεται σε ομαδικό πρόγραμμα. Καταλήγει, τελικά, να μοιράζεται με τα άλλα παιδιά τις εμπειρίες του και να συμμετάσχει σε αποστολές, έχοντας ”ξεκλειδώσει” και δραστηριοποιηθεί».

Σε τι όμως διαφέρει το Γνωσιακό Συμπεριφορικό Δράμα από το απλό θεατρικό παιχνίδι; «Στο δεύτερο υπάρχουν ενίοτε και αποσπασματικά παιχνίδια, ενώ εδώ τα παιδιά καλούνται να λύσουν ένα μυστήριο, χωρίς να νιώθουν ότι πρόκειται για παρέμβαση. Δημιουργείται μια πλοκή μυστηρίου στην οποία εντάσσουμε εκπαιδευτικούς στόχους, οριοθετημένους βάσει μελετών. Υπάρχει στόχος. Εδώ δεν αρκεί το ”περνάω καλά”, αλλά προκρίνεται η αίσθηση της δοκιμασίας, την οποία αποζητούν τα ίδια τα παιδιά».

Είμαι στο βασικό χώρο δράσης των εργαστηρίων, και το βλέμμα μου πέφτει σε μια πύλινη κούκλα και μια μαριονέτα. Που και πώς χρησιμοποιούνται; Η πρωτοπόρος Χάρις ασχολήθηκε επί σειρά ετών και με το κουκλοθέατρο, θεωρώντας ότι είναι κάτι που σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις ανάγκες των παιδιών που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού.

«Έκανα μαριονέτα, θέατρο σκιών, θέατρο αντικειμένων, ολόσωμη κούκλα και τα ενέταξα ως εργαλεία στη μέθοδο παρέμβασης. Αυτό έγινε και για την ανανέωση της μεθόδου, αλλά και για τον εμπλουτισμό των δραστηριοτήτων μας».

Γιατί όμως η πήλινη κούκλα είναι ηλικιωμένη; «Χρειάστηκαν 95 ώρες για να φτιαχτεί η Ελίζα. Είναι ηλικιωμένη γιατί έτσι τη θεωρώ πιο ενδιαφέρουσα, αφού υποδηλώνει έναν χαρακτήρα με εμπειρία. Με τη συγκεκριμένη κούκλα εστιάζουμε στην εξωλεκτική επικοινωνία των παιδιών.

Πώς κατανοούν, για παράδειγμα, την ειρωνεία ή τον σαρκασμό. Μαθαίνουν έτσι να διαβάζουν και αντιλαμβάνονται κινήσεις, τη γλώσσα του σώματος και την έκφραση του προσώπου. Η κούκλα βοηθά γιατί έχει ένα πρόσωπο που δεν αλλάζει, όμως από την κίνησή της μπορείς να καταλάβεις την έκφρασή της».

Με τη μαριονέτα, αντίστοιχα, δουλεύεται στη μέθοδο -όπως και στην εργοθεραπεία- η λεπτομέρεια στην κίνηση. Βοηθά το παιδί στο να εκπαιδευτεί να χρησιμοποεί τα δάχτυλά του για τη γραφή ή το να δέσει τα κορδόνια του. Τα παιδιά το αντιμετωπίζουν ως παιχνίδι.

Η μέθοδος μπορεί να χρησιμεύσει και προληπτικά έναντι του bullying, αφού βοηθά το παιδί στο να αμυνθεί έναντι της παρενόχλησης, εκπαιδεύοντάς το στην καλύτερη επικοινωνία. «Γίνεται δηλαδή προληπτικά δουλειά, ενώ γίνονται σαφώς και στοχευμένα μαθήματα για το bullying».

«Θα μπορούσαν κομμάτια της μεθόδου να ενταχθούν στην εκπαίδευση γενικότερα, απευθυνόμενα και σε μαθητές που κάνουν bullying σε άλλους. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να το απομυθοποιήσουμε με έναν εναλλακτικό τρόπο προσέγγισης. Αν το παιδί δει βιωματικά ότι δεν είναι προτέρημα κάποιου να παρενοχλεί, θα το κάνει πράξη και θα σταματήσει. Μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι συνήθως το θύμα μπορεί να γίνει και θύτης, σε έναν φαύλο κύκλο. Ίσως θα μπορούσαμε να το προλάβουμε όλο αυτό».

Έχοντας δουλέψει με πάνω από 300 παιδιά στο φάσμα, παρατηρεί ότι έχουν πολύ ευκολότερη επικοινωνία με τους μεγαλύτερους, απ’ ότι μεταξύ τους. Η δυσκολία έγκειται στο να αναπτύξουν σχέση με τους συνομήλικούς τους. «Από εδώ δημιουργούνται ωραίες παρέες, κάτι που είναι ένας από τους βασικούς μας στόχους, αφού πρόκειται για μια ένδειξη ότι αποδίδει η παρέμβαση».

Θα μπορούσε, άραγε, να εισαχθεί προληπτικά σε πρόγραμμα σχολείου μια παραλλαγή της εν λόγω παρέμβασης, ώστε να απευθύνεται σε όλα τα παιδιά ανεξαιρέτως; Έχει νόημα να παρακολουθήσουν ένα τέτοιο εργαστήριο;

«Έχει νόημα και πολλές φορές το ζητώ κι εγώ ώστε να συμμετάσχουν και αδέλφια ή φίλοι των παιδιών στο πρόγραμμα. Βοηθιούνται έτσι και τα παιδιά εκτός φάσματος στο να λειτουργήσουν ως μοντέλα. Επίσης, αυτό βοηθά στο να γενικεύσουν, κατόπιν, τη δράση τους στο σπίτι. Πάντως, υπάρχουν και αυτά με χαμηλή αυτοεκτίμηση που παρακολουθούν το πρόγραμμα και είναι και σε αυτά κάτι το αποδοτικό», παρατηρεί.

Έχει όμως, μια γυναίκα με τέτοια δράση, χρόνο και για επιπλέον έργο και δραστηριότητες; Σαφώς, αφού δεν ηρεμεί ποτέ.

Παράλληλα με τα εργαστήρια, η Χάρις Καρνέζη πραγματοποιεί σεμινάρια της μεθόδου σε λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, ειδικούς παιδαγωγούς, παιδοψυχιάτρους, παιδοψυχολόγους. Κατόπιν, οι επαγγελματίες αυτοί το χρησιμοποιούν ως εργαλείο, αντίστοιχα, στις παρεμβάσεις τους, ώστε να κάνουν περισσότερο δημιουργική την όλη διαδικασία.

Φέτος τον Σεπτέμβριο θα παρουσιάσει το μοντέλο στην Αυστραλία (Σύδνεϋ, Μελβούρνη), ενώ έχουν γίνει πολλά επιμορφωτικά ταξίδια τόσο εκεί όσο και σε Ιρλανδία, Βέλγιο, Μεξικό, ΗΠΑ και άλλες χώρες. Στο πλαίσιο της επιμόρφωσης, υπάρχει στενή συνεργασία και συνεχής συζήτηση για την εξωλεκτική επικοινωνία, με τον καθηγητή Tony Attwood, γνωστό παγκοσμίως και ως «γκουρού» για τον αυτισμό, ο οποίος έχει μάλιστα πιστοποιήσει την αυθεντία της μεθόδου (CBD).

Το καλοκαίρι, το Κέντρο Γνωσιακού Συμπεριφορικού Δράματος μετακομίζει σε έναν πολύ μεγαλύτερο χώρο, στην ίδια περιοχή (Αμπελόκηποι).   Στο μεταξύ, σχεδιάζεται η έκδοση ενός βιβλίου της στα Αγγλικά για τη μέθοδο, ενώ κυκλοφορεί το βιβλίο «Γνωσιακό Συμπεριφορικό Δράμα: Ένα ψυχοπαιδαγωγικό μοντέλο παρέμβασης για υψηλής λειτουργικότητας παιδιά και εφήβους με αυτισμό», στο οποίο η ίδια μετέχει από κοινού με δύο ακόμη επιστήμονες. Αυτή η έκδοση σηματοδοτεί και την παρθενική εμφάνιση της μεθόδου στον «χάρτη» των θεραπειών μέσω της τέχνης.

Κατά τα λοιπά, η Χάρις είναι πολύ συχνά «με μια βαλίτσα στο χέρι».

Εκεί συνοψίζεται, κατ’ εμέ, και η βασική αρετή που την χαρακτηρίζει: ταξιδεύει, μεταλαμπαδεύοντας τη μέθοδό της απ’ άκρη σ’ άκρη της γης, ενώ παράλληλα δεν σταματά να επιμορφώνεται και η ίδια.

*Οι ειδικά καταρτισμένοι θεραπευτές – συνεργάτες της Χάρις Καρνέζη, είναι οι: Γιάννης Φιλίππου, Άννα Χανιώτη, Αθηνά Σταμούλη, Κωνσταντίνα Ψωμαδέλλη.

**Περισσότερες πληροφορίες: www.cbdmethod.com

Πηγή
LIFO
Αντιστοιχισμένο

Σχετικά Άρθρα

Back to top button