Το κορίτσι που ήταν δεμένο σε μια καρέκλα από τότε που γεννήθηκε
Τον Οκτώβριο του 1970 μια γυναίκα με φανερό πρόβλημα όρασης έφτασε τα γραφεία μιας δημόσιας υπηρεσίας του Λος Άντζελες. Αναζητούσε μια υπηρεσία που παρέχει βοήθεια σε άτομα με τέτοια προβλήματα. Ωστόσο, φαίνεται ότι μπέρδεψε τα γραφεία και μπήκε κατά λάθος σε αυτό των κοινωνικών υπηρεσιών. Οι εργαζόμενοι εκεί έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Όχι όμως εξαιτίας της γυναίκας αλλά εξαιτίας ενός κοριτσιού που είχε μαζί της. Το κορίτσι έμοιαζε έξι ή επτά ετών και ήταν αποστεωμένο, ενώ κρατούσε τα χέρια της με έναν περίεργο τρόπο, σαν κουνέλι.
Αρχικά θεώρησαν ότι το κορίτσι ίσως πάσχει από αυτισμό. Στη συνέχεια ανακάλυψαν ότι δεν μπορούσε να μιλήσει. Φορούσε πάνες, ενώ έβγαζε σάλια και έφτυνε. Είχε δύο σχεδόν ολοκληρωμένες σειρές δοντιών, εξαιτίας μιας σπάνιας οδοντιατρικής πάθησης γνωστή ως supernumeraries (υπεράριθμα δόντια). Με το ζόρι μπορούσε να μασήσει ή να καταπιεί και δεν μπορούσε να εστιάσει κάπου το βλέμμα της ούτε να τεντώσει τα χέρια της. Ζύγιζε μόλις 26 κιλά. Και όπως αποδείχτηκε ήταν 13 ετών.
Το κορίτσι έγινε γνωστό μόνο ως Τζίνι, σε μια προσπάθεια να προστατευθεί η πραγματική της ταυτότητα. Όπως αποδείχτηκε ο πατέρας της, Κλαρκ Γουίλι, από τότε που ήταν περίπου είκοσι μηνών τής φορούσε έναν αυτοσχέδιο ζουρλομανδύα και την έδενε σε μια καρέκλα μέσα σε ένα δωμάτιο, όπου την άφηνε μόνη της. Της απαγόρευε να κλαίει, να μιλάει ή να κάνει οποιοδήποτε θόρυβο διαφορετικά την ξυλοκοπούσε άγρια. Επίσης απαγόρευε σε οποιονδήποτε άλλο να της μιλάει και να έχει επαφή μαζί της.
Όπως αποδείχθηκε ο πατέρας της δεν ήθελε ποτέ παιδιά και έτσι όταν η σύζυγός του έμεινε έγκυος για πρώτη φορά παρόλο που είχε προσπαθεί να την κάνει να αποβάλλει μέσω άγριου ξυλοδαρμού γεννήθηκε ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Όταν το παιδί άρχισε να κλαίει, π Γουίλι το μετέφερε στο γκαράζ του σπιτιού, όπου το βρέφος έπαθε πνευμονία και πέθανε σε ηλικία δέκα εβδομάδων.
Όταν η γυναίκα μένει ξανά έγκυος, το μωρό γεννιέται με αιμολυτική νόσο και πεθαίνει δύο ημέρες μετά, πιθανότατα επειδή πνίγηκε στον ύπνο του από το σάλιο και τη βλέννα της μύτης του. Το τρίτο παιδί τους, ένα αγοράκι αν και είχε επίσης αιμολυτική νόσο είναι κατά τα άλλα υγιές.
Ως τότε, ο πατέρας της έχει αρχίσει να απομονώνει τον εαυτό του και την οικογένειά του απ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο καθώς διακατέχεται από σύνδρομο καταδίωξης. Την κατάστασή του εκτράχυνε ο θάνατος της μητέρας του σε τροχαίο δυστύχημα. Ο Γουίλι άρχισε να βλέπει εχθρικά όλον τον κόσμο. Η Τζίνι αν και είχε επίσης αιμολυτική νόσο ήταν κατά τα άλλα υγιέστατη σύμφωνα με τους γιατρούς που την είχαν δει μετά τη γέννησή της. Ωστόσο, είχε κάποιο πρόβλημα μετατόπισης του γοφού κι αυτό μεγαλώνοντας την έκανε να δυσκολεύεται να κινηθεί.
Ο πατέρας θεώρησε αυτό το στοιχείο ως δείγμα νοητικής υστέρησης. Έτσι σε μια προσπάθεια να την προστατεύσει υποτίθεται από τον κόσμο την έκλεισε σε ένα δωμάτιο του σπιτιού και την κρατούσε συνεχώς ακινητοποιημένη με έναν αυτοσχέδιο ζουρλομανδύα. Επειδή ο ίδιος δεν άντεχε κανενός είδους θόρυβο την χτυπούσε κάθε φορά που έκανε οποιοδήποτε φασαρία, ενώ δεν της μιλούσε ποτέ παρά μόνο της γρύλιζε και της γάβγιζε σαν σκυλί. Επίσης άφηνε μακριά τα νύχια του για να την γδέρνει σαν γάτα. Αυτό θα της δημιουργούσε έναν μόνιμο, ανεξέλεγκτο φόβο για τα σκυλιά και τις γάτες.
Ο Γουίλι δεν επέτρεπε σε κανέναν να της μιλήσει, ενώ ανάγκαζε και την αδερφό της να την χτυπά αν η Τζίνι έκανε κάτι που δεν επιτρεπόταν. Αν αυτός αρνούνταν, δέχονταν και ο ίδιος κακοποίηση. Ανάγκαζε επίσης τον γιο του να την ταΐζει γρήγορα και αν αυτή πνιγοταν σταματούσαν να την ταΐζουν ως τιμωρία. Η μητέρα της σχεδόν απαγορευόταν να μπαίνει στο δωμάτιο της Τζίνι.
Ο πατέρας της πίστευε για κάποιο λόγο ότι η Τζίνι θα πεθάνει πριν γίνει 12 ετών και είχε υποσχεθεί στην γυναίκα του ότι αν καταφέρει και επιβιώσει και μετά από αυτήν την ηλικία θα την ελευθέρωνε κάτι που ωστόσο δεν έγινε για ακόμα ενάμιση χρόνο μετά τα 12. Σε αυτήν την κατάσταση, η Τζίνι έφτασε εκείνο το πρωινό του 1970 στα γραφεία των κοινωνικών υπηρεσιών.
Παρόλο που εκεί την εποχή οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε μια δύσκολη κατάσταση στο Βιετνάμ με το αντιπολεμικό κίνημα να γιγαντώνεται, ενώ και άλλα θέματα όπως η διάλυση των Beatles μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον, η ιστορία της Τζίνι έκανε σύντομα πρωτοσέλιδα. Έγινε πολύ γρήγορα αντιληπτό ότι αποτελούσε μια από τις χειρότερες περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης στην χώρα και συνέβαινε μέσα στο σπίτι μιας ήρεμης πόλης της Καλιφόρνια στον ήσυχο δρόμο Golden West Avenue της Temple City. Κι όμως αυτή η ήρεμη πόλη δημιούργησε ένα άγριο παιδί με τόση μεγάλη έλλειψης της ανθρώπινης επαφής, όπως ο φανταστικός Μόγλης ή το πραγματικό παιδί της Έσσης, το οποίο θεωρείται ότι μεγάλωσε με λύκους τον 14ο αιώνα ή τον Βίκτορ της Αβεϊρόν, ο οποίος ανακαλύφθηκε κατά τη Γαλλική Επανάσταση να μεγαλώνει στο δάσος.
Μετά την αποκάλυψη, ο πατέρας της Τζίνι αρνούνταν επίμονα να μιλήσει στην αστυνομία ή στον Τύπο και έμενε κλεισμένος στο οχυρό-σπίτι του. Μια μέρα πριν από την ακρόαση για την ανάγνωση των κατηγοριών αυτοκτόνησε με το όπλο του. Σε ένα από τα δύο σημειώματα που άφησε πίσω του έγραφε: «Ο κόσμος δεν θα καταλάβει ποτέ».
Οι επιστήμονες πραγματοποίησαν μαγνητική εξέταση στον εγκέφαλο της Τζίνι και την υπέβαλλαν σε δεκάδες τεστ, συνέλεξαν αναρίθμητα στοιχεία και εξέδωσαν τα αποτελέσματα των ερευνών τους. Σύμφωνα με τον γιατρό Τζέιμς Κεντ που την εξέτασε επρόκειτο για την χειρότερη υπόθεση κακοποίησης που είχε δει.
Η Τζίνι είχε αρκετές δυσμορφίες στα κόκαλα του γοφού της και παρόλο που είχε ύψος 1,37 ζύγιζε μόλις 26 κιλά. Αν και η όρασή της ήταν κανονική, δεν μπορούσε να εστιάσει σε τίποτα που βρισκόταν περισσότερο από τρία μέτρα μακριά της, όσος δηλαδή ήταν και ο χώρος που είχε μπροστά της στο δωμάτιό της για όλα τα χρόνια της ζωής της ως τότε.
Δεν μπορούσε να σταθεί για πολλή ώρα, ούτε να τεντώσει τα άκρα της, ενώ δυσκολευόταν πολύ και στο περπάτημα. Δεν μπορούσε να μασήσει ούτε να καταπιεί οτιδήποτε δεν ήταν υγρό, ούτε καν μαλακές τροφές.
Η Τζίνι μετά τον πρώτο καιρό στο νοσοκομείο Παίδων του Λος Άντζελες, μεταφέρθηκε αρχικά στο σπίτι της Τζιν Μπάτλερ, η οποία θέλησε να λειτουργήσει ως προσωρινός κηδεμόνας της. Η Μπάτλερ, μια δασκάλα επανένταξης, ήρθε συχνά σε σύγκρουση με τους ερευνητές και πάλεψε για να αποκτήσει τον έλεγχο της Τζίνι κατηγορώντας τους γιατρούς για εκμετάλλευση.
Το δικαστήριο τελικά αρνήθηκε στην Μπάτλερ να υιοθετήσει την Τζίνι κα το κορίτσι στη συνέχεια για τέσσερα χρόνια έμεινε στο σπίτι ενός εκ των γιατρών που την φρόντιζαν, του Ντέιβιντ Ρίγκλερ και της συζύγου του, η οποία ήταν κοινωνική λειτουργός. Σε αυτό το διάστημα, η Τζίνι άρχισε να προσαρμόζεται περισσότερο και να αναπτύσσει καλύτερη κοινωνική συμπεριφορά. Αρχικά, όταν κάτι την ενοχλούσε έκανε κακό στον εαυτό της, ωστόσο σιγά σιγά άρχισε να διαχειρίζεται καλύτερα τις παρορμήσεις της, ενώ με τον καιρό άρχισε να αντιδρά όταν κάποιος της απευθυνόταν. Μάλιστα κάποια στιγμή μπόρεσε να πάει και σε ειδικό σχολείο για παιδιά της ηλικίας της με ειδικές ανάγκες.
«Η γλώσσα και η σκέψη είναι τελείως διαφορετικά το ένα από το άλλο. Για τους περισσότερους από εμάς, οι σκέψεις μας είναι γλωσσικά κωδικοποιημένες. Για την Τζίνι όμως οι σκέψεις της ήταν εικονικές ποτέ δεν μεταφράστηκαν σε λέξεις. Αλλά υπάρχουν τόσοι τρόποι να σκεφτείς», αναφέρει η Σούζαν Κέρτις, μια καθηγήτρια γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου του Λος Άντζελες που ειχε αναπτύξει στενή σχέση με την Τζίνι και η οποία είναι μια από τους ελάχιστους επιστήμονες που είχαν δουλέψει με την Τζίνι και βρίσκεται ακόμα στη ζωή. «Ήταν τόσο έξυπνη. Μπορούσε να κρατήσει μια σειρά από εικόνες και να πει μια ιστορία. Μπορούσε να δημιουργήσει διάφορες περίπλοκες κατασκευές μόνο με ξυλάκια», αναφέρει. Η Κέρτις δημιούργησε έναν πολύ στενό δεσμό με την Τζίνι και πήγαιναν συχνά βόλτες ή στα μαγαζιά.
Η περίπτωση της Τζίνι ήταν μοναδική καθώς οι επιστήμονες θα μπορούσαν να καταλάβουν πώς αντιδρά ένας άνθρωπος απέναντι στην γλώσσα όταν δεν την έχει κατακτήσει στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Η Τζίνι απέδειξε ότι η ικανότητα για την κατάκτηση του λεξιλογίου είναι ατελείωτη. Το κορίτσι εμπλούτιζε συνεχώς και με γρήγορο ρυθμό το λεξιλόγιό της. Ωστόσο δεν φάνηκε να συμβαίνει το ίδιο στο κομμάτι της γραμματικής και του συντακτικού. Φαίνεται ότι η ικανότητα να μπορούμε να βάλουμε τις λέξεις σωστά μέσα σε μια πρόταση δεν μπορεί να αποκτηθεί μετά από κάποια ηλικία. Για την Κέρτις, το περιθώριο αυτό φαίνεται να τελειώνει από τα πρώτα 5 έως τα 10 χρόνια της ζωής μας.
«Η γλώσσα μας κάνει ανθρώπους; Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση», αναφέρει η γλωσσολόγος. «Είναι δυνατό να έχουμε κατακτήσει πολύ λίγο τη γλώσσα και να είμαστε πλήρως άνθρωποι, να αγαπάμε, να σχηματίζουμε σχέσεις και να επικοινωνούμε με τον κόσμο. Η Τζίνι σίγουρα αλληλεπιδρούσε με τον κόσμο. Μπορούσε να ζωγραφίσει με τρόπους που καταλάβαινες σίγουρα ότι επικοινωνούσε», αναφέρει.
«Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι είναι ζωντανή, επειδή κάθε φορά που ρωτώ γι’ αυτήν μου λένε ότι είναι καλά», αναφέρει η Σούζαν Κέρτις.
«Μετά από κάποιο σημείο δεν με άφησαν να έχω καμία επαφή μαζί της. Δεν μπόρεσα ποτέ να την επισκεφτώ ή να της γράψω. Νομίζω ότι η τελευταία φορά που επικοινώνησα μαζί της ήταν στις αρχές του 1980», αναφέρει στον Guardian.
Όταν η βρετανική εφημερίδα προσπάθησε να επικοινωνήσει με τις αρχές για να μάθει πού βρίσκεται σήμερα η Τζίνι δεν μπόρεσε να καταφέρει τίποτα καθώς όπως ανέφεραν στους δημοσιογράφους όλες οι πληροφορίες γι’ αυτήν είναι απόρρητες. Τα δημόσια αρχεία της Καλιφόρνια τους παρέπεμψαν στις αρχές της επαρχίας του Λος Άντζελες κι αυτοί με τη σειρά τους στις αρχές πνευματικής υγείας, απ’ όπου δεν έλαβαν καμία απάντηση.
Σήμερα, η Τζίνι θα είναι σχεδόν εξήντα ωστόσο κανείς δεν ξέρει την κατάληξή της. Έμαθε να μιλά; Να επικοινωνεί με τον κόσμο; Να είναι χαρούμενη;
Ο Ρας Ρίμερ, ένας δημοσιογράφος που κατέγραψε την ιστορία της Τζίνι σε δύο άρθρα του στον New Yorker τη δεκαετία του ’90 και έγραψε το βιβλίο «Genie: a Scientific Tragedy» περιέγραψε την εικόνα της Τζίνι στα 27α γενέθλιά της:
«Μια μεγάλη, αδέξια γυναίκα με μια έκφραση σαν να μην καταλαβαίνει τίποτα και με τα μάτια της εστιασμένα μόνο στην τούρτα. Τα μαλλιά της ήταν πετσοκομμένα κοντά στο κρανίο δίνοντάς της την εικόνα ενός φυλακισμένου σε άσυλο», ανέφερε.
Η Τζέι Σίρλεϊ, μια καθηγήτρια ψυχιατρικής και συμπεριφορικής επιστήμης που βρισκόταν τόσο στο πάρτι των 27ων όσο και στων 29ων γενεθλίων της Τζίνι είπε στον Ρίμερ ότι η κοπέλα έμοιαζε δυστυχισμένη και στεκόταν σκυφτή χωρίς να κοιτάει κανέναν. «Ήταν αποκαρδιωτικό», ανέφερε.
Ένα σκοτεινό πέπλο καλύπτει τη ζωή της Τζίνι από τότε. Ωστόσο, η μελαγχολία είναι ο αόρατος κρίκος που συνδέει όλους όσους άφησε πίσω της η Τζίνι.
Στους επιστήμονες που ασχολήθηκαν μαζί της και βρίσκονται ακομα στη ζωή κυριαρχούν οι τύψεις και η αγωνία. «Ήταν αυτό το απομονωμένο άτομο για όλα αυτά τα χρόνια και ήρθε να ζήσει σε έναν πιο λογικό κόσμο για λίγο και ανταποκρίθηκε σε αυτόν τον κόσμο. Μετά όμως η πόρτα έκλεισε και απομονώθηκε ξανά και αυτό αρρώστησε την ψυχή της», ανέφερε η Σίρλεϊ.
Η Κέρτις, η οποία έγραψε και ένα βιβλίο για την Τζίνι, είναι μια από τους ερευνητές που απέκτησε φήμη από την δουλειά της με το κορίτσι, όμως νιώθει μέχρι και σήμερα να την κατακλύζει η μελαγχολία: «Δεν είμαι σε επαφή μαζί της, αλλά όχι από επιλογή μου. Ποτέ δεν με άφησαν να επικοινωνήσω με αυτή. Μου αφαίρεσαν κάθε δυνατότητα να την επισκεφτώ ή να της γράψω. Αδημονώ να την δω. Υπάρχει ένα κενό στην καρδιά μου και στην ψυχή μου που δεν μπορώ να την δω, το οποίο δεν επουλώνεται ποτέ», τονίζει.
Αλλά ο Ρίμερ, ο οποίος έχει μελετήσει όσο λίγοι την υπόθεση της Τζίνι, ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει, τουλάχιστον όχι τελείως. «Συνήθως συνεχίζω στην επόμενη ιστορία. Αλλά εδώ έπρεπε να έρθω αντιμέτωπος με το πόσο ταυτιζόμουν με την Τζίνι. Το να είσαι κλεισμένος στον εαυτό σου, να μην μπορείς να εκφραστείς, νομίζω ότι αυτό αγγίζει τους πάντες. Νομίζω ότι το πρόσωπο για το οποίο έγραφα ήταν κατά κάποιο τρόπο η προέκταση του εαυτού μου», τονίζει.
Η Τζίνι βρήκε τον δρόμο και σε ένα μυθιστόρημά του, το Paris Twilight, το οποίο εξελίσσεται στο Παρίσι της δεκαετίας του ’90. Η ιστορία αφορά μια προσπάθεια απόδρασης από ένα μικρό δωμάτιο και μια μάταιη ζωή σε ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον που τελικά δεν αποδίδει. «Οπότε ακόμα προσπαθώ να λύσω κάποια θέματα. Ως δημοσιογράφος, η Τζίνι μου ανέσυρε θέματα από τα οποία ποτέ δεν θα απελευθερωθώ», αναφέρει ο ίδιος.
Από την άλλη υπάρχει και ο αδερφός της Τζίνι, ο Τζον, ο οποίος επίσης έλαβε το δικό του μερίδιο κακοποίησης από τον πατέρα του. Λίγο πριν έρθει στο φως η ιστορία της αδερφής του, ο ίδιος είχε καταφέρει να δραπετεύσει από το εφιαλτικό σπίτι, ύστερα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες. Είχε ζήσει πολλούς ξυλοδαρμούς και είχε αναγκαστεί να γίνει μάρτυρας ή ακόμα και θύτης της κακοποίησης της αδερφής του. Ο ίδιος είδε την Τζίνι για τελευταία φορά το 1982 καθώς και τη μητέρα του, η οποία πέθανε το 2003. «Νιώθω μερικές φορές ότι ο Θεός με απογοήτευσε. Ή ίσως εγώ τον απογοήτευσα. Προσπάθησα να βγάλω την Τζίνι από το μυαλό μου εξαιτίας της ντροπής που ένιωθα. Αλλά χαίρομαι που έλαβε βοήθεια», ανέφερε στη μοναδική συνέντευξη που έχει δώσει το 2008 στο ABC News.
Το 2010, η αστυνομία συνέλαβε την Πάμελα ενώ βρισκόταν υπό την επήρεια και κατηγορήθηκε ότι έθεσε σε κίνδυνο τις δύο της κόρες. Δεν υπήρξε κάποια αλλαγή στην ιστορία, ούτε κάποιο ευτυχισμένο τέλος. Ο Τζον, ο οποίος έπασχε από διαβήτη, πέθανε το 2011. Η Πάμελα, η οποία δεν γνώρισε ποτέ την θεία της Τζίνι, πέθανε το 2012.