Το «δεξί χέρι» του Βέγγου: Τα άγνωστα πάθη που οδήγησαν στο θάνατο τον λατρεμένο ηθοποιό
Δύσκολα βρίσκει κανείς ηθοποιό που να μην έχει κάποιες αντιπάθειες, ανεξάρτητα με το ταλέντο ή τις υποκριτικές του ικανότητες. Ένα από τα ελάχιστα μέλη αυτού του πολύ κλειστού κλαμπ είναι ο Αντώνης Παπαδόπουλος, ο άνθρωπος που εμφανιζόταν επί δεκαετίες στο πλευρό του Θανάση Βέγγου, και κέρδιζε πάντα το κοινό με τον χαρακτήρα του.
Καλόκαρδος, «χαζούλης», γκαφατζής, γκρινιάρης, παραπονιάρης, με ιδιαίτερη φωνή και φάτσα που «φώναζε» κωμικός από μακριά, ο Αντώνης Παπαδόπουλος είχε την ηθοποιία στο αίμα του.
Άλλωστε, το να σταθείς απέναντι σε 500, 1.000 ή 2.000 άτομα στις περίφημες «αρπαχτές», όπως αποκαλούσαν οι ηθοποιοί αυτές τις παραστάσεις, που ήταν ένα μείγμα παρλάτας, παντομίμας, λαϊκών δραμάτων τύπου «Γκόλφω» κλπ, ήθελε πολλά κότσια.
Αν και γεννημένος στην Θεσσαλονίκη, στην περιοχή του Βαρδάρη, ο Παπαδόπουλος μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια αποφάσισε να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη στην Αθήνα. Ξεκίνησε σαν κομπάρσος, από πολύ χαμηλά. Ήταν όμως τέτοια η ιδιοσυγκρασία του που ακόμη και μία λέξη να έλεγε, έμενε αξέχαστος. Σχετικά σύντομα τον ανακάλυψε ο Θανάσης Βέγγος, ο οποίος στο πρόσωπό του βρήκε τον ιδανικό παρτενέρ για τις δικές του σουρεαλιστικές αναζητήσεις, κάνοντάς τον νούμερο 2 στη σειρά ταινιών «Θου Βου –Καραφλός πράκτωρ», οι οποίες λατρεύτηκαν από το κοινό κι έκαναν τον Παπαδόπουλο αναγνωρίσιμο και επιτυχημένο.
Οι θεατές τον αγαπούσαν κι εκείνος ανταπέδιδε αυτήν την αγάπη. Ιδιαίτερα στο γυναικείο κοινό, αφού σύμφωνα με μαρτυρίες συναδέλφων του, είχε τρομερή επιτυχία στο αντίθετο φύλο κι ας μην τον βοηθούσε και πολύ το παρουσιαστικό του. Λένε πως ακόμη κι όταν έκανε περιοδείες ήταν ικανός σε κάθε χωριό ή πόλη που επισκεπτόταν να χάνεται κάτω από κάποιο… φουστάνι που είχε κατορθώσει να γοητεύσει! Ο φίλος του –και επίσης πολύ γνωστός ηθοποιός, Ζαννίνο, είχε να λέει για τις γυναίκες που ξεμυάλιζε ο κολλητός του και κατά καιρούς –όταν έβρισκαν μπύρα και καλή παρέα- έλεγε ιστορίες από τα μπουλούκια στα οποία συνεργάστηκαν οι δυο τους.
Παράλληλα, συνέχιζε να συμμετέχει σε ταινίες χωρίς ποτέ να γίνει το πρώτο όνομα. Ωστόσο έβρισκε πάντοτε ρόλους, καθώς συχνά οι σεναριογράφοι έγραφαν έναν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, αφού αυτόν είχαν στο μυαλό τους. Έμεινε ενεργός εκτός από τον κινηματογράφο, τόσο στο θέατρο όσο και στην τηλεόραση («Περίπτερο» του Βασίλη Βλαχοδημητρόπουλου, «Ξενοδοχείον ο έβδομος ουρανός» του Γιώργου Παπακώστα, «Το παλιό κατοστάρι» του Ηλία Καραμανέα), αλλά δεν σταμάτησε ποτέ μα ποτέ να ταξιδεύει στην επαρχία με κάποιον θίασο. Αυτό το είδος το τέχνης, το «μπουλούκι», ήταν στο αίμα του. Εκεί ένιωθε μέσα στα νερά του, απόλυτα άνετος και ελεύθερος να… υποδύεται τον εαυτό του.
Όταν κάποτε αποφάσισε να νοικοκυρευτεί, γνώρισε την επίσης ηθοποιό Ζωή Μυρίτη και μαζί απέκτησαν ένα παιδί, μια κόρη συγκεκριμένα και όλα έδειχναν ότι ο Αντώνης Παπαδόπουλος ήταν έτοιμος να αφήσει πίσω του τις καταχρήσεις για χάρη τους. Δεν πρόλαβε όμως.