Ο ονειρικός και αντισυμβατικός κόσμος του Πάουλ Κλέε
Ο Πάουλ Κλέε γεννήθηκε κοντά στη Βέρνη το 1879. Αρχικά ασχολήθηκε με τη μουσική, εκδηλώνοντας πρώιμο μουσικό ταλέντο. Σε ηλικία 20 ετών σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου. Επηρεάστηκε από το έργο του Ματίς και συμμετείχε στις αναζητήσεις των Καντίνσκι και Μαρκ. Το 1901 επισκέφτηκε την Ιταλία και γνώρισε την τέχνη της κλασικής αρχαιότητας και το 1914 πήγε στην Τυνησία. Οι επιρροές που δέχτηκε από αυτό το ταξίδι κατέληξαν στην πεποίθηση να δίνει στο χρώμα πρωτεύοντα ρόλο στις συνθέσεις του.
Καθηγητής στη Βαϊμάρη πλέον, ίδρυσε το 1926 μαζί με τους Καντίνσκι, Γιαβλένσκι και Φάινεγκιρ μια νέα ομάδα με την ονομασία Blaue Vier. H φιλία του με τον Καντίνσκι με τον οποίο συγκατοίκησε στο Ντεσάου, τον οδήγησε σε μια γεωμετρική αίσθηση του χώρου και μια γενικότερη αναθεώρηση των πνευματικών του αναζητήσεων. Η σημαντικότερη συνεισφορά του Κλέε στη ζωγραφική έγκειται στην ίδια την επαναστατική δημιουργική του μέθοδο. Δημιούργησε το προσωπικό του ύφος αφού αρχικά πειραματίστηκε με την τεχνοτροπία των Σεζάν, Βαν Γκογκ, Ένσορ, του «Γαλάζιου Καβαλάρη», του σουρεαλισμού και του ντανταϊσμού. Η απλοποιημένη τεχνοτροπία του εκφράζει συμβολισμούς και μια ιδιαίτερη φαντασία. Ο Κλέε επιθυμούσε να παρουσιάσει ένα νέο κόσμο και όχι να απεικονίσει τον πραγματικό. Η μέθοδός του βασιζόταν στη διάθεση της στιγμής και χρησιμοποιούσε μια συνθηματική γλώσσα, η οποία εξέφραζε τις σκέψεις και τις εντυπώσεις του γύρω από τα πράγματα και τα νοήματά τους.
Δίδαξε για δέκα χρόνια στη σχολή Bauhaus και εξέδωσε το «Παιδαγωγικό βιβλίο Σκίτσων» μια ποιητική σύνθεση των εμπειριών του σαν ακαδημαϊκού δασκάλου και καλλιτέχνη.
Von der Liste gestrichen, Βέρνη, Paul Klee Museum.
Η άνοδος του Ναζισμού είχε ως αποτέλεσμα τη διαγραφή του από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ. Η προσωπογραφία του Von der Liste gestrichen με το Χ να δεσπόζει στη σύνθεση αναφέρεται ακριβώς σε αυτή την ενέργεια. Οι Ναζί τον συμπεριέλαβαν στους εκφυλισμένους καλλιτέχνες και λόγω της φήμης για την εβραϊκή του καταγωγή, κι έτσι έργα του εκτέθηκαν στην «Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης» του Μονάχου στις 19 Ιουλίου του 1937. Οι αναφορές του στο απάνθρωπο πρόσωπο του ναζισμού αποτυπώνονται σε έργα όπως το Viaducts Break Ranks (Η εξέγερση του υδραγωγείου) το οποίο είχε συμπεριληφθεί στην Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης και θεωρείται έργο σταθμός στον αγώνα κατά του φασισμού. Επίσης στο Gezeichneter διακρίνονται γραμμές σε σχήμα σβάστικας οι οποίες υπάρχουν σε όλο το πρόσωπο το οποίο αποδίδεται με παιδικό τρόπο.
Εγκατέλειψε τη Γερμανία και εγκαταστάθηκε στην Ελβετία τον Δεκέμβριο του 1933. Μετά από πέντε χρόνια παραμονής ζήτησε την ελβετική υπηκοότητα η οποία καθυστερούσε λόγω της γενικότερης πολιτικής του στάσης και άποψης του έργου του, ενώ τελικά έγινε δεκτή μετά το θάνατό του.
O κόσμος του Κλέε είναι ένας ονειρικός κόσμος που ανατρέχει στην παιδική ηλικία και στις αναμνήσεις της. Η αντίληψη, τα συναισθήματα ή οι συγκινήσεις στα έργα του αντιπροσωπεύουν έναν ιδεατό κόσμο, κάτι που δεν βλέπουμε αλλά προκύπτει σε μια υποσυνείδητη κατάσταση. Ο καλλιτέχνης καταφεύγει συνεχώς στις δυνάμεις του υποσυνείδητου, τις οποίες οργανώνει με έναν παράξενο και γοητευτικό τρόπο. Η φαντασία του σε συνδυασμό με μοτίβα που έχει αντλήσει από τη λογοτεχνία και τη μουσική πλάθουν ένα ιδιαίτερο εικαστικό σύμπαν.
Ο ποιητικός και φαντασιακός κόσμος του αναδύεται μέσα από τις υπέροχες χρωματικές του επιλογές. Μυστικισμός και λογική, μεταφυσική και φυσική, ορατό και αόρατο, νύχτα και μέρα, θάνατος και ζωή είναι μερικές από τις αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν το έργο του. Για τον Κλέε η τέχνη ήταν μια διαδικασία όπως η δημιουργία το κόσμου. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε «η τέχνη δεν αναπαράγει το ορατό αλλά κάνει τα πράγματα ορατά». Πέθανε στις 29 Ιουνίου 1940 από σπάνια νόσο.