«Μακάρι να μη με έλεγαν έτσι»: Η ακραία σύμπτωση που καταδίκασε τον πιο άτυχο άνθρωπο στην Ελλάδα σε δις ισόβια
Δύο φορές ισόβια συν… πέντε χρόνια ήταν η ετυμηγορία του δικαστηρίου για τον «ψυχρό εκτελεστή», όπως είχε επονομαστεί εκείνες τις ημέρες από τους κατηγόρους του και μερίδα του Τύπου.
Ο Γιάννης Μυλωνάς είχε συλληφθεί και δικαστεί για τη δολοφονία του προϊσταμένου του OTE Παλαιού Φαλήρου, Γιάννη Σκολαρίκου, στις 5 Φεβρουαρίου του 2001.
Εκείνο το πρωινό ο άτυχος άνδρας κατευθυνόταν με το αυτοκίνητο από το σπίτι του στο Παγκράτι προς στη δουλειά του. Όπως έκανε κάθε ημέρα, σταμάτησε σε πολυσύχναστο δρόμο στο Παλαιό Φάληρο, μπροστά από ένα περίπτερο για να αγοράσει τσιγάρα, αφήνοντας τα κλειδιά στη μηχανή του οχήματος.
O διευθυντής του ΟΤΕ διακομίσθηκε σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο, όπου εξέπνευσε δύο ημέρες αργότερα.
Το έγκλημα παρέμεινε για ένα χρόνο ανεξιχνίαστο. Ακόμη και το κίνητρο του δράστη ήταν θολό, αφού μετά τους πυροβολισμούς τράπηκε σε φυγή χωρίς να κλέψει τελικά τίποτα. Το Φεβρουάριο του 2002 κλιμάκιο αξιωματικών της Ασφάλειας Αττικής αφίχθη στη Μυτιλήνη και συνέλαβε στον τόπο καταγωγής του τον 35χρονο Γιάννη Μυλωνά, που διέμενε τότε εκεί με τους γονείς του.
Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, το μητρώο του ανέφερε «τοξικομανής» και «καταδικασθείς για κάποιες μικροκλοπές».
Κάτοικος Παλαιού Φαλήρου, ο Μυλωνάς μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα σε Αθήνα και Λέσβο και οι Αρχές οδηγήθηκαν σε αυτόν μέσω ενός σκίτσου που καταρτίστηκε στα εργαστήρια της Ασφάλειας και της μαρτυρίας ενός αυτόπτη μάρτυρα της δολοφονίας, που κατέθεσε με βεβαιότητα ότι επρόκειτο για τον δράστη.
Επίσης, ταίριαζαν και οι περιγραφές άλλων μαρτύρων, σύμφωνα με τις οποίες ο δράστης ήταν αριστερόχειρας και ότι το δάχτυλό του ήταν δεμένο με επίδεσμο. Πράγματι, τότε, ο βασικός ύποπτος είχε πρόβλημα στο χέρι από τροχαίο ατύχημα.
Οι Αρχές είχαν εντοπίσει το όνομα του ως κάτοχο εισιτηρίου στην ακτοπλοϊκή εταιρία που έκανε το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη το βράδυ της 5ης Φεβρουαρίου του 2001, ημερομηνία της δολοφονίας.
Στους 39 μήνες που έμεινε στη φυλακή ο Μυλωνάς, πάσχιζε να αποδείξει την αθωότητα του, αλλά τα στοιχεία που είχε προσκομίσει – μεταξύ των οποίων και από το νοσοκομείο της Μυτιλήνης για την τοποθέτηση επιδέσμου ύστερα από έναν μικροτραυματισμό – δεν είχαν αποτέλεσμα.
Συνήγορος του ήταν ο Δημήτρης Τσοβόλας. Όπως δήλωσε σε συνέντευξη του στην τηλεοπτική εκπομπή «Αυτοψία», η δικαστική περιπέτεια κόστισε στον πατέρα του το σύνολο της περιουσίας του (κυρίως καλλιεργήσιμες εκτάσεις).
Η λύση δόθηκε τελικά μέσω του «Φως στο Τούνελ». Η αδελφή του καταδικασθέντος απευθύνθηκε στην Αγγελική Νικολούλη και στην εκπομπή της 6ης Ιουνίου του 2003 εκλήθη ονομαστικά σε ζωντανή μετάδοση «να επικοινωνήσει για σοβαρή υπόθεση του ο Γιάννης Μυλωνάς, που την 5η Φεβρουαρίου του 2001 ταξίδεψε με το πλοίο Θεόφιλος από Πειραιά για Μυτιλήνη».
Και κάπως έτσι ήρθε η απόλυτη ανατροπή. Ένας συνώνυμος του καταδικασθέντος πήρε τηλέφωνο στην εκπομπή και δήλωσε ότι ήταν αυτός που είχε κάνει το συγκεκριμένο ταξίδι. Το ίδιο κατέθεσε στην αστυνομία και αργότερα στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο, που έκρινε σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση.
Για άλλη μια φορά η εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη είχε υποκαταστήσει το ρόλο των Αρχών, απονείμοντας, κατά τα φαινόμενα, Δικαιοσύνη. Ο Γιάννης Μυλωνάς βέβαια δεν βγήκε «ατσαλάκωτος» από τον Κορυδαλλό. Πέρασε 39 μήνες από τη ζωή του στη φυλακή και ακόμα και σήμερα «φοβάμαι μην ανοίξει η πόρτα και έρθουν και μου πουν “πάμε μέσα”», όπως δήλωσε τον Γενάρη του 2017 στην «Αυτοψία» του Alpha.
Πέρα από το όποιο ψυχολογικό τραύμα όμως -και για το οποίο θα έπρεπε να μεριμνεί η απούσα και σε αυτό τον τομέα πολιτεία- η κυρίαρχη ζημιά είναι η στάμπα που μένει στον «κάποτε ένοχο για δολοφονία».