Δημήτρης Αντωνίου: Μου έφεραν τη ζακέτα του Παϊσιου για να σηκωθώ απ’ το αναπηρικό αμαξίδιο. Όμως ο Παΐσιος είχε άλλη γνώμη…

Σε καιρούς, σαν τους τωρινούς, που ψάχνει ο κόσμος (προφανώς όχι όλοι) αφορμές να μαλώσει για τα πάντα, νιώθω ότι είναι χρέος μας να προσπαθήσουμε τουλάχιστον να συμφωνήσουμε στα βασικά και αυτονόητα.
Μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού. Ήμουν δεκαεφτά χρονών, λίγους μήνες πριν είχε συμβεί το τροχαίο ατύχημα και κάθε μέρα ήταν ένας αγώνας επιβίωσης. Δεν με ένοιαζε ποιος τηλεφωνούσε και τι ήθελε. Έτσι και με αυτό το τηλεφώνημα. Μου ήταν αδιάφορο
Αυτό αφορούσε το τηλεφώνημα. Κάποιες καλοπροαίρετες κυρίες της εκκλησιαστικής κοινότητας είχαν βρει τρόπο να μου φέρουν στο σπίτι τη ζακέτα του Παϊσιου να τη φορέσω για να σηκωθώ απ’ το αμαξίδιο και να θεραπευτώ.
Κάθε ελπίδα ήταν καλοδεχούμενη. Αλλά κι εγώ δεν είχα κάτι να πω, ούτε θετικό ούτε αρνητικό. Ήμουν τόσο καταπονημένος που απλά έλεγα «κάντε ότι θέλετε».
Και αυτό έκαναν. Δεν θυμάμαι ώρα και μέρα, απλά θυμάμαι δυο μαυροντυμένες κυρίες να μου φοράνε τη ζακέτα και να περιμένουν. Περίμεναν αυτές, περιμέναμε και εμείς. Αφού δε σηκωνόμουν στα επόμενα 10 λεπτά, μου είπαν πως ίσως η χάρη του αγίου θέλει χρόνο να κάνει το θαύμα της και πήραν τη ζακέτα γιατί έπρεπε να την πάνε και σε άλλους ανθρώπους που την χρειάζονταν.
Μερικά χρόνια μετά, ένας οικογενειακός φίλος μου έφερε δώρο ένα βιβλίο που αφορούσε λόγια και σκέψεις του Παϊσιου.
«Αυτά δεν είναι πράματα του θεού. Αν θες την ευλογία, να κάνεις καλές πράξεις για το συνάνθρωπο σου και να προσεύχεσαι και να αφήσεις τη ζακέτα μου ήσυχη.»
Από τότε θεωρώ το γέροντα Παϊσιο φίλο μου.
Σκοπός της ανάρτησης δεν είναι να συζητήσουμε τι είναι αλήθεια ή ποιος ήταν ο Παίσιος ή αν η σειρά είναι πετυχημένη ή αν είναι αποδεκτή.
Ας συμφωνήσουμε λοιπόν σε αυτό, ας διαλέξουμε ποιοι θέλουμε να είμαστε και μετά ευχαρίστως να συζητήσουμε και τα υπόλοιπα. Γνώμη μου.


