Πατήρ Ευμένιος Σαριδάκης: Η ιστορία του λεπρού που ανακηρύχθηκε άγιος
Ενας γελαστός ιερέας από την Κρήτη, ο πατήρ Ευμένιος, ο παππούλης όπως τον αποκαλούσαν, που απεβίωσε το 1999, ο οποίος αγαπούσε και προσευχόταν για όλους τους πονεμένους ανθρώπους και κυρίως για τους λεπρούς του Λοιμωδών της Αγίας Βαρβάρας, όπου μπήκε ως ασθενής από λέπρα και αφού ιάθηκε έμεινε ως ιερέας, ανακηρύχθηκε άγιος.
Χθες, η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προχώρησε στην αγιοκατάταξη του γέροντα Ευμένιου Σαριδάκη.
Εφέτος θα γιορταστεί για πρώτη φορά η μνήμη του ως Άγιος, στις 23 Μαίου ενώ οι καμπάνες ήχησαν χθες, πανηγυρικά στην Αγία Βαρβάρα, τον τόπο που διακόνησε ο νέος άγιος.
Από την Εθιά Ηρακλείου στο Λοιμωδών Αθηνών
Ο π. Ευμένιος γεννήθηκε το 1931 στην Εθιά Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου Κρήτης και ήταν το όγδοο παιδί μιας φτωχής και πιστής οικογένειας. Έγινε μοναχός σε ηλικία 17 χρονών και δοκιμάστηκε σκληρά και από την ασθένεια της λέπρας.
Ο Γέροντας Πορφύριος έλεγε για τον Γέροντα Ευμένιο: «Να πηγαίνετε να παίρνετε την ευχή του Γέροντα Ευμένιου, γιατί είναι ο κρυμμένος Άγιος των ημερών μας. Σαν τον Γέροντα Ευμένιο βρίσκει κανείς κάθε διακόσια χρόνια».
Στο Νοσοκομείο Λοιμωδών γνώρισε τον λεπρό άγιο μοναχό Νικηφόρο, που, αν και τυφλός από την ασθένειά του, έγινε μεγάλος πνευματικός πατέρας και δάσκαλος του Γέροντα Ευμένιου. Η Διεύθυνση του Σταθμού, επειδή ήταν μοναχός, του παρεχώρησε μικρό κελί, δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, όπου διέμεινε όλη τη ζωή του.
Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, τα πέρασε στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και την 23η Μαίου 1999 απεβίωσε και τάφηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στον τόπο που γεννήθηκε, στην Εθιά.
Με καταγωγή από την Κρήτη
Ο πατήρ Ευμένιος ήταν γόνος πολυμελούς και φτωχής οικογένειας. Γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1931. Οι γονείς του, Γεώργιος και Σοφία Σαριδάκη, άνθρωποι ευσεβείς και ενάρετοι. Είχαν οκτώ παιδιά, από τα οποία το τελευταίο ήταν ο πατήρ Ευμένιος, που στη βάπτισή του πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Ο μικρός Κωνσταντίνος ορφάνεψε από πατέρα σε ηλικία μόλις δύο ετών.
Ο ίδιος έλεγε: «Εγώ, δεκαεπτά χρόνων πήγα στο μοναστήρι. Ήμουν δεκαέξι χρόνια στο χωριό μου. Αγαπούσα τον Θεό, βέβαια, σκεπτόμουν πολλές φορές να γίνω καλόγερος. Μια μέρα μου λέει ο παπάς: «Έλα να σε κάνω νεωκόρο». Πήγα κι εγώ. Άναβα τα καντήλια πρωί-βράδυ, διάβαζα κιόλας, ο,τι βιβλία έβλεπα τα διάβαζα. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς του 1944, το απόγευμα, πήγα, άναψα τα καντήλια στην εκκλησία και, μετά, πήγα στο σπίτι μας. Ήταν εκεί η αδελφή μου η Ευγενία. Φάγαμε ξεροτήγανα, τηγανίτες και μακαρόνες. Εκεί που τρώγαμε, ήρθε μια λάμψη και με τύφλωσε και μπήκε μέσα στα βάθη της ψυχής μου. Κι αμέσως, την ίδια στιγμή, φώναξα της Ευγενίας: «Ευγενία, θα γίνω καλόγέρος».
Πώς ανακηρύσσονται οι άγιοι
Ο Μητροπολίτης που ενδιαφέρεται για την ανακήρυξη αγίου υποβάλλει αίτημα και συντάσσει σχετικό φάκελο προς την Εκκλησία της Ελλάδος. Μέσα στον φάκελο συμπεριλαμβάνονται στοιχεία και πληροφορίες που δίνουν οι πιστοί και αν υπάρχουν θαύματα και οτιδήποτε μπορεί να εμπλουτίσει το αίτημα. Στη συνέχεια το αίτημα διαβιβάζεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο έχει την πνευματική δικαιοδοσία για την αγιοκατάταξη.
Συνήθως, οι σύγχρονοι άγιοι ανακηρύσσονται όταν δεν υπάρχουν εν ζωή συγγενείς, όπως ο Αγιος Παϊσιος που αγιοκατατάχτηκε λίγο μετά αφότου απεβίωσε ο τελευταίος αδελφός του.