Ο ρόλος του διαιτολόγου σε παιδιά με αναπηρία
Η παιδική ηλικία είναι μία περίοδος καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη του ατόμου και την επίτευξη ενός υγιούς οργανισμού για την μετέπειτα ζωή. Για το λόγο αυτό μία σωστή διατροφή είναι απαραίτητη και είναι μία εύλογη ανησυχία για πολλούς γονείς.
Ιδιαίτερα όταν μιλάμε για παιδιά με αναπηρία, δηλαδή παιδιά που αντιμετωπίζουν διαταραχές, αναπηρίες και σύνδρομα όπως είναι η διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή, η εγκεφαλική παράλυση, το σύνδρομο Down και το σύνδρομο Prader-Willi, οι ανησυχίες εκεί είναι ακόμα πιο έντονες.
Κακές διατροφικές συνήθειες, δύσκολη και περιορισμένη προσβασιμότητα σε υγιεινές τροφές και μακροχρόνια χρήση φαρμακευτικής αγωγής είναι συνήθεις καταστάσεις που επηρεάζουν την διατροφική κατάσταση των παιδιών αυτών.
Επίσης, συχνά συναντάμε προβλήματα που σχετίζονται με την διατροφική πρόσληψη όπως ανεπαρκής ανάπτυξη, μεταβολικές διαταραχές, δυσκολίες στη σίτιση, αλληλεπιδράσεις συστατικών διατροφής με φαρμακευτική αγωγή και σε ορισμένες περιπτώσεις η ανάγκη για συμπληρωματική ή αποκλειστική εντερική ή παρεντερική σίτιση. Για το λόγο αυτό ο ρόλος του διαιτολόγου σε παιδιά με αναπηρία μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας.
Επειδή η συμπτωματολογία των παιδιών αυτών περικλείει ένα εύρος διαφορετικών καταστάσεων που σχετίζονται με διάφορα προβλήματα στη διατροφή, αν τα ομαδοποιήσουμε μπορούμε να τα αναφέρουμε συνοπτικά και να δούμε με ποιον τρόπο ο διαιτολόγος μπορεί να δράσει για να αντιμετωπίσει ή να προλάβει επιπτώσεις στην υγεία και την ανάπτυξη του παιδιού.
Στόχος του διαιτολόγου είναι να εντοπίσει την πηγή του προβλήματος ή των προβλημάτων και να δώσει λύσεις για την ενίσχυση της ήδη υπάρχουσας διατροφής (π.χ. εμπλουτισμός τροφίμων), εναλλακτικές πηγές ενέργειας και θρεπτικών συστατικών (ιδιαίτερα στην επιλεκτική διατροφή) και να καθορίσει εναλλακτικούς τρόπους σίτισης, όπως εντερική ή παρεντερική σίτιση όταν η συμβατική διατροφή αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες του παιδιού.
Θετικό ισοζύγιο ενέργειας: Συνήθως είναι απόρροια της υψηλής έως και αλόγιστης κατανάλωσης τροφής (π.χ. σύνδρομο Prader-Willy), της χαμηλής ή και μηδαμινής δραστηριότητας (π.χ. άτομα με εγκεφαλική παράλυση), μεταβολικών διαταραχών και της δυσκολίας συμμόρφωσης των παιδιών σε υγιεινά πρότυπα διατροφής. Η παχυσαρκία και το αυξημένο λίπος σώματος είναι πιθανό να οδηγήσουν σε άλλα προβλήματα υγείας, όπως αρτηριακή πίεση, σακχαρώδη διαβήτη, λιπιδαιμικές διαταραχές.
Ο ρόλος που καλείται να έχει ο διαιτολόγος στις περιπτώσεις αυτές είναι αρχικά η σωστή αξιολόγηση έτσι ώστε να υπολογιστούν οι ενεργειακές ανάγκες του παιδιού. Δεύτερος στόχος είναι ο περιορισμός των θερμίδων και ο σχεδιασμός ενός ισορροπημένου διαιτολογίου. Ωστόσο, επειδή η συμμόρφωση πολλές φορές είναι αδύνατη, είναι απαραίτητη η διατροφική εκπαίδευση του περιβάλλοντος του ατόμου, οικογένειας και φροντιστών του.
Δυσφαγία και δυσκολία στην κατάποση: Προέρχεται κυρίως από διαταραχές του νευρολογικού συστήματος. Κάποιες ενδείξεις του προβλήματος μπορεί να είναι άρνηση του παιδιού να φάει, η παρατεταμένη διάρκεια στη διαδικασία της σίτισης ή βήχας κατά τη διάρκεια του φαγητού. Η μη αντιμετώπιση του προβλήματος μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη λήψη τροφής, συνεπώς και αρνητικού ισοζυγίου ενέργειας με αποτέλεσμα προβλήματα στην ανάπτυξη.
Ο διαιτολόγος σε συνεργασία με λογοθεραπευτή καλείται να εντοπίσει ποια είναι η υφή των τροφών και η ρευστότητα των ροφημάτων που μπορούν να καταναλωθούν χωρίς πρόβλημα από το παιδί. Επόμενο βήμα είναι η διαμόρφωση ενός ισορροπημένου διαιτολογίου και προσαρμοσμένου στις ιδιαίτερες ανάγκες του παιδιού, καθώς και η εκπαίδευση του περιβάλλοντός του για τους τρόπους παρασκευής των γευμάτων, έτσι ώστε να είναι κατάλληλα για κατανάλωση, όπως πολτοποίηση τροφίμων ή χρήση πηκτικών παραγόντων σε ροφήματα.
Ανάλογα με τα συμπτώματα, ο διαιτολόγος θα καθορίσει τη σύσταση της δίαιτας, π.χ. δίαιτα υψηλή σε φυτικές ίνες για δυσκοιλιότητα ή χαμηλή σε υπόλειμμα για διάρροιες. Επίσης, η συγχορήγηση συμπληρωμάτων προβιοτικών και πρεβιοτικών, ίσως να έχει ευεργετική δράση στην αντιμετώπιση γαστρεντερικών συμπτωμάτων.
Ανεπάρκειες συγκεκριμένων θρεπτικών συστατικών ή υγρών: Όταν η διατροφή είναι ανεπαρκής ή υπάρχει αυξημένη απώλεια, π.χ. λόγω εμέτων και διαρροιών, είναι πολύ πιθανό να εμφανιστούν ανεπάρκειες σε θρεπτικά συστατικά και σε υγρά. Μία στενή παρακολούθηση των δεικτών με εξετάσεις αίματος και ούρων, ιδιαίτερα όταν υπάρχει επιλεκτικότητα στη διατροφή ή αυξημένες απώλειες, είναι απαραίτητη για την πρόληψη συμπτωμάτων που προέρχονται από ανεπάρκειες και αφυδάτωση.
Ρόλος του διαιτολόγου είναι ο σχεδιασμός ενός διαιτολογίου για πρόληψη ή/και αντιμετώπισή τους, όπου είναι δυνατό, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες και το ιστορικό του παιδιού, όπως γαστρεντερικά προβλήματα, προβλήματα κατάποσης και ιδιαίτερες διατροφικές συμπεριφορές. Η χορήγηση συμπληρωμάτων διατροφής ενδέχεται να χρειαστεί όταν κάποια ανεπάρκεια έχει ήδη εδραιωθεί ή είναι αδύνατο να προληφθεί μόνο από τις διατροφικές συνήθειες.
Αλληλεπιδράσεις με φάρμακα: Η χορήγηση μακροχρόνιας φαρμακευτικής αγωγής σε παιδιά με αναπηρία είναι συνήθης. Πολλά από τα φάρμακα που χορηγούνται επιδρούν στην απορρόφηση και τον μεταβολισμό συγκεκριμένων θρεπτικών συστατικών ή έχουν άλλες επιπτώσεις που μπορεί να επηρεάσουν την όρεξη, το βάρος, τη λήψη τροφής (π.χ. λόγω εμέτων και διαρροιών) και συνεπώς και την ανάπτυξη του παιδιού.
Για το λόγο αυτό θα πρέπει να γίνεται μία λεπτομερής εξέταση των φαρμάκων που λαμβάνει το παιδί και να ακολουθείται συγκεκριμένο διαιτολόγιο με σκοπό την ελαχιστοποίηση των διάφορων επιπλοκών της φαρμακευτικής αγωγής.
Η αλλοτριοφαγία ή πίκα, δηλαδή η επιθυμία για κατανάλωση μη βρώσιμων αντικειμένων, και η επιλεκτική διατροφή, δηλαδή η κατανάλωση πολύ συγκεκριμένων τροφίμων με βάση το είδος, την υφή, το χρώμα ή άλλων χαρακτηριστικών, είναι κάποιες από τις συμπεριφορές που συναντάμε συχνότερα. Η σωστή αντιμετώπιση με την βοήθεια ειδικών είναι απαραίτητη, αφού πολλές φορές οι συμπεριφορές αυτές μπορεί να γίνουν επικίνδυνες για την υγεία λόγω κινδύνου δηλητηριάσεων ή ανεπαρκούς πρόσληψης θρεπτικών συστατικών.
Συνεπώς, βλέπουμε ότι ο διαιτολόγος θα πρέπει να είναι ένα ενεργό και αναπόσπαστο κομμάτι της θεραπευτικής ομάδας του παιδιού, καθώς είναι απαραίτητη η συχνή αξιολόγηση της διατροφικής κατάστασής και της ανάπτυξης, για την έγκαιρη παρέμβασή του για πρόληψη και αντιμετώπιση διατροφικών προβλημάτων.
Χαρά Τσιάκλα
Διαιτολόγος, απόφοιτη Χαροκοπείου με μεταπτυχιακές σπουδές στην Κλινική Διατροφή