Νομπελίστας Jules Hoffmann: «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τα εμβόλια σήμερα είναι ο μη εμβολιασμός»
Της Βάσως Μιχοπούλου
«Για μένα όποιος εναντιώνεται στον εμβολιασμό είναι εγκληματίας!», και όταν στο λέει αυτό ο Νομπελίστας Jules Hoffmann, οι ανακαλύψεις του οποίου «έφεραν επανάσταση στην κατανόηση του ανοσοποιητικού συστήματος, ανακαλύπτοντας αρχές-”κλειδιά” της λειτουργίας του», δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις. Ο Νομπελίστας με αφορμή τη συζήτησή μας για τις λοιμώξεις στην πόλη Lindau της Βαυαρίας, δεν μπορεί να μην αναφερθεί στο «καυτό» ζήτημα του αντι-εμβολιαστικού κινήματος, που αναπτύσσεται στην Ευρώπη και όχι μόνο, στο οποίο είναι απόλυτα αντίθετος.
«Γιατί οι ακρίδες και άλλα έντομα είναι ανθεκτικά σε τόσες πολλές διαφορετικές λοιμώξεις;»
Ο Γάλλος βιολόγος Ζυλ Χόφμαν έκανε στον εαυτό του αυτή την ερώτηση πριν από πενήντα περίπου χρόνια και το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του να βρει και να κατανοήσει πλήρως την απάντηση ήταν ένα βραβείο Νόμπελ! Συγκεκριμένα μοιράστηκε το Νόμπελ Φυσιολογίας ή Ιατρικής το 2011 με τον Αμερικανό γενετιστή Bruce Beutler και τον επίσης Αμερικάνο Καθηγητή Ανοσολογίας Ralph Steinman για την κατανόηση του μηχανισμού της έμφυτης ανοσίας. Η έρευνα του Νομπελίστα βοήθησε στον προσδιορισμό του μηχανισμού της έμφυτης ανοσίας, που είναι η πρώτη γραμμή άμυνας του ανθρώπινου οργανισμού και εξελικτικά η παλαιότερη. Συναντάται σε έντομα, φυτά και μύκητες και είναι μη ειδική, δηλαδή αναχαιτίζει τις επιθέσεις όλων των μικροοργανισμών με κοινό τρόπο. Η έμφυτη ανοσία στερείται μνήμης και ενεργοποιεί στα σπονδυλωτά ζώα ένα δεύτερο είδος ανοσολογικής αντίδρασης, που ονομάζεται επίκτητη (προσαρμοστική) ανοσία. Αυτή διαθέτει μνήμη, είναι υπεύθυνη για τη δημιουργία αντισωμάτων και αποτελεί τη βασική αρχή του εμβολιασμού.
Μια γρήγορη ματιά στη βιογραφία του Hoffmann δείχνει ότι άρχισε να μελετά τις ακρίδες όταν εισήλθε στο Laboratory of General Biology at the Institute of Zoology του Pierre Joly στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου στη δεκαετία του 1960. Ο Joly τότε πραγματοποιούσε τότε πολλές μεταμοσχεύσεις ενδοκρινών οργάνων μεταξύ ακρίδων και έμενε έκπληκτος από το γεγονός ότι ποτέ καμιά δεν υπέκυπτε σε βακτηριακές λοιμώξεις κατά ή μετά το χειρουργείο. Φυσικά, τα πειράματα πραγματοποιούνταν υπό στείρες συνθήκες, αλλά ακόμη και έτσι, θα περίμενε κάποιος να δει κάποιες ακρίδες τουλάχιστον να εκδηλώνουν μετεγχειρητικές λοιμώξεις. Ο Hoffmann αφιέρωσε τη διδακτορική του διατριβή στη μελέτη αυτού του ανεξήγητου μέχρι τότε μυστηρίου.
Τώρα θα αναρωτηθεί κάποιος γιατί ένας επιστήμονας να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για ακρίδες; «Ίσως να μην έχετε ακούσει ποτέ για τα σμήνη πεινασμένων ακρίδων που έφαγαν τα πάντα κατά την πορεία τους στις Μεσοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1930 ή που μερικές φορές πέφτουν βροχή σε αγροκτήματα στο Τσαντ, Μάλι, Νιγηρία και άλλα μέρη της δυτικής Αφρικής. Η ανίχνευση του μηχανισμού της ανθεκτικότητας των ακρίδων σε λοιμώξεις θα μπορούσε να έχει ένα σημαντικό πρακτικό όφελος για τη γεωργία», επισημαίνει ο ίδιος.
Πρωτεΐνες-αισθητήρες ανίχνευσης μολυσματικών μικροοργανισμών
Το 1996 ο Καθηγητής Hoffmann ανακάλυψε ότι ένα γονίδιο, το ‘‘Toll’’, ήταν αναγκαίο για την ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού μηχανισμού σε μύγες και πως η πρωτεΐνη ‘’Toll’ που κωδικοποιούσε λειτουργούσε ως αγγελιοφόρος, προειδοποιώντας τον οργανισμό για την επερχόμενη εισβολή των μικροοργανισμών. Παρατήρησε πως όσες μύγες έφεραν μεταλλαγές σε αυτό το γονίδιο δεν μπορούσαν να «αισθανθούν» και να πολεμήσουν τη λοίμωξη. Πέθαιναν λίγο μετά την προσβολή.
Η εργασία του Hoffmann ώθησε άλλους ερευνητές να αναζητήσουν υποδοχείς Toll-like (TLR), στα θηλαστικά, που δεν είναι τίποτε άλλο από διαμεμβρανικές πρωτεΐνες, οδηγώντας στην καλύτερη κατανόηση του ανοσοποιητικού συστήματος και στην πρόοδο της θεραπείας μικροβιακών μολύνσεων και φλεγμονωδών ασθενειών, όπως η νόσος του Crohn και ο καρκίνος. Ένας Toll-like υποδοχέας ανακαλύφτηκε το 1998 από τον Καθηγητή Beutler σε ποντίκια. Από τότε έχουν περιγραφεί στους ανθρώπους 11 τέτοιοι υποδοχείς (TLRs), που εκφράζονται σχεδόν σε όλους τους κυτταρικούς τύπους, παρουσιάζοντας βέβαια αποκλίσεις στα επίπεδα έκφρασής τους στους διάφορους ιστούς, και τρεις επιπλέον στα ποντίκια.
Πρόσφατες έρευνες καταδεικνύουν ότι η διέγερση των υποδοχέων TLR επάγει και αποπτωτικό θάνατο σε διάφορους κυτταρικούς τύπους, με πιθανό στόχο την απαλοιφή των προσβεβλημένων κυττάρων και συνεπακόλουθα και του μολυσματικού παράγοντα. Ωστόσο, εκτός από τα στοιχεία των παθογόνων μικροοργανισμών, οι TLR έχουν την ικανότητα να αναγνωρίζουν και να αντιδρούν σε ενδογενή μόρια των ιστών, γεγονός που συνέβαλε στην ενίσχυση της υπόθεσης ότι η ενεργοποίησή τους συμμετέχει στην παθογένεια αυτοάνοσων νοσημάτων.
Πολλές προσπάθειες ανάπτυξης φαρμάκων έχουν στοχοθετήσει αυτούς τους υποδοχείς και έχουν αναπτύξει στρατηγικές θεραπείας αυτοάνοσων ασθενειών, όπως για παράδειγμα της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Εργαστήρια σε όλο τον κόσμο εργάζονται πάνω σε νέες στρατηγικές για τη ρύθμιση των ανοσολογικών αποκρίσεων σε βακτηριακές ή ιογενείς λοιμώξεις.
Το βραβείο Νόμπελ
Ο Jules Alphonse Hoffmann γεννήθηκε το 1941 στο Echternach του Λουξεμβούργου και μεγάλωσε κατά τη διάρκεια της δύσκολης μεταπολεμικής περιόδου. Ο πατέρας του ήταν Καθηγητής Βιολογίας σε γυμνάσιο και ένθερμος Εντομολόγος, και φυσικά το πρότυπό του. «Εκείνος μου μετέδωσε το πάθος του για αυτή την εξαιρετικά διαφορετική ομάδα ζώντων οργανισμών και σε αυτόν οφείλεται το γεγονός ότι το επιστημονικό μου έργο έχει επικεντρωθεί στα μοντέλα των εντόμων», αναφέρει στη βιογραφία του.
Ο Καθηγητής σπούδασε Βιολογία και Χημεία στη Γαλλία και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στο εργαστήριο του Pierre Joly στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου το 1969. Διετέλεσε Πρόεδρος της Γαλλικής Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών και είναι μέλος αρκετών Ακαδημιών, μεταξύ των οποίων η Γερμανική, η Ρωσική και η Αμερικανική. Εκτός από το Νόμπελ έχει τιμηθεί επίσης το 2011 με το Χρυσό Μετάλλιο του CNRS, καθώς και με πολλά άλλα σημαντικά βραβεία, όπως το Βραβείο Rosenstiel για την ανοσία (2010), το Βραβείο Ιατρικής Keio (2011), το Βραβείο Ιατρικών Επιστημών Gairdner (2011) και το Βραβείο Επιστημών Ζωής και Ιατρικής Shaw (2011).
Ο 78χρονος Καθηγητής Jules Hoffmann δείχνει να είναι ένας ευτυχισμένος και χορτάτος άνθρωπος, και αυτό το μαρτυρά και το μόνιμο χαμόγελο, που δεν σβήνει από το πρόσωπό του. Η ημερομηνία γέννησής του δεν φαίνεται να έχει σχέση με την ηλικία του, καθώς είναι πολύ ζωηρός, ευδιάθετος και γεμάτος ενέργεια. Έχει καταφέρει, όπως λέει, να ζήσει μια ισορροπημένη ζωή ανάμεσα στην έρευνα και την οικογένεια, και τώρα που έχει αποσυρθεί χαλαρώνει και χαίρεται τους ανθρώπους του περισσότερο.
Ο κορυφαίος επιστήμονας που είναι και πολύ φιλέλληνας, μου εξομολογείται πως αυτόν τον καιρό δουλεύει τη βιογραφία του πρωτοπόρου Έλληνα επιστήμονα Φώτη Καφάτου, ο θάνατος του οποίου τον Νοέμβριο του 2017 υπήρξε μια σημαντική απώλεια για τον επιστημονικό κόσμο. «Ήταν ένας από τους σημαντικότερους επιστήμονες της γενιάς του και ένας πολύτιμος φίλος. Μου έχει ανατεθεί από τη Royal Society of Biology να εξιστορήσω το επιστημονικό του έργο, αλλά η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι και από ό, τι φαίνεται έχω αρκετό δρόμο μπροστά μου να διανύσω».
Του καθηγητή Hoffman γενικά δεν του αρέσει να δίνει συμβουλές σε νέους ερευνητές, καθώς πιστεύει πως όλα ξεκινούν από την περιέργεια και συνεχίζουν με πολλή δουλειά, λίγη τύχη και μεγάλη ανταγωνιστικότητα. Για κάποια πράγματα όμως έχει μια πιο σαφή και απόλυτη θέση που μπορεί να εκληφθεί και ως παραίνεση: «Πιστεύω πως τίποτε δεν θα καταφέρει τελικά ένας επιστήμονας, αν πρωτίστως δεν είναι ένας καλός άνθρωπος και αν δεν στηρίξει την Επιστήμη του πάνω σε ανθρωπιστικές αξίες...»