Η σύγχρονη ψυχολογία υποστηρίζει ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να ευτυχήσουμε.

Υπάρχει ένα απόσπασμα στο εμβληματικό έργο του Όσκαρ Ουάιλντ, «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι», στο οποίο ο κεντρικός χαρακτήρας κηρύσσει πόλεμο στα ίδια του τα συναισθήματα.
«Δεν θέλω πια να είμαι έρμαιο των όσων αισθάνομαι», λέει. «Θέλω να τα χρησιμοποιώ, να τα απολαμβάνω και να τα εξουσιάζω», λέει χαρακτηριστικά ο Ντόριαν, προκαλώντας την ανησυχία του Μπάζιλ Χόλγουορντ, του ζωγράφου που δημιούργησε το πορτρέτο του.
«Μιλάς σα να μην έχεις καρδιά, σαν μην υπάρχει κανένα έλεος μέσα σου», του απαντά.
Όμως, ο Ντόριαν δεν δίνει καμία σημασία σ’ αυτό που του λέει, θέλει τον έλεγχο των όσων νιώθει.
Για τους περισσότερους ανθρώπους, τα αρνητικά συναισθήματα, όπως και οι αρνητικές σκέψεις είναι πηγή οπισθοδρόμησης, κίνητρο που ωθεί μόνο σε αυτοκαταστροφικές τάσεις και μόνο. Όμως, πλέον η επιστήμη έχει κάτι να πει για τα αρνητικά συναισθήματα και είναι απολύτως θετικό ή μάλλον περιγράφει τα όσα ευεργετικά μπορεί να προσφέρει στην ανθρώπινη ψυχή -και στα επιτεύγματά της- η οργή, η απογοήτευση, η κάθε στιγμή που νιώσαμε ότι ακουμπήσαμε πάτο και η επιφάνεια αργεί πολύ για εμάς.
Η πιο πρόσφατη μελέτη που επιβεβαιώνει αυτή την τάση έρχεται από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο και την καθηγήτρια ψυχολογίας Brett Ford και την ομάδα της, που αναζήτησε τον συσχετισμό ανάμεσα στο να αποδέχεται κανείς τα αρνητικά οφέλη της ψυχικής του κατάστασης και το κατά πόσο αυτή η αποδοχή λειτουργεί σε μία ευρεία γκάμα τομέων, ανεξαρτήτως φυλής και φύλου και ανεξαρτήτως επαγγέλματος.
Σε σχετικό ερωτηματολόγιο που κλήθηκαν να συμπληρώσουν περισσότερα από 1000 άτομα -με ερωτήσεις που αφορούσαν τα επίπεδα άγχους, το επίπεδο ικανοποίησης από την καθημερινότητά τους, τη συχνότητα που επέτρεπαν στον εαυτό τους να κλάψει, προέκυψε κάτι πραγματικά ενδιαφέρον: αυτοί που επέτρεπαν στη θλίψη ή στην οργή να τους κατακλύσει για ένα διάστημα, ήταν και εκείνοι που εμφανίζονταν πιο υγιείς από ψυχολογικής άποψης.
Ακόμη πιο ενδιαφέρον το γεγονός ότι άνθρωποι που παρουσίαζαν αυτή την εικόνα, ήταν και εκείνοι με τις πιο στρεσογόνες καθημερινότητες και εκείνοι που είχαν να αντιμετωπίσουν περισσότερες αντιξοότητες στο εργασιακό ή οικογενειακό περιβάλλον.
Τέλος, η Ford για να επιβεβαιώσει τα συμπεράσματα της σε ένα μεγαλύτερο δείγμα ανθρώπων, στο τρίτο στάδιο της έρευνάς της, ζήτησε από 222 ανθρώπους -άντρες και γυναίκες- να κρατούν ημερολόγιο κάθε βράδυ, επί δύο εβδομάδες και σε αυτό να καταχωρίζουν όλα τα αγχωτικά γεγονότα που είχαν βιώσει κατά τη διάρκεια της ημέρας. Αναλόγως του περιστατικού, οι εθελοντές έπρεπε να το αξιολογήσουν με βάση το πώς ένιωσαν και να επιλέξουν κάτι από αυτά: λυπημένοι, απελπισμένοι, μόνοι, αβοήθητοι, θυμωμένοι, ευερέθιστοι, εχθρικοί, ανήσυχοι, νευρικοί, ντροπιασμένοι, ένοχοι.
Και σε αυτή την περίπτωση, η αποδοχή των αρνητικών συναισθημάτων, χωρίς αντίσταση συνδέθηκε με τους εθελοντές της έρευνας που εμφανίζονταν ψυχολογικά υγιέστεροι. Και στις τρεις περιπτώσεις, όπως επισημαίνεται από τη Ford, υπογραμμίζεται η σημασία της αποδοχής, ως εργαλείο αντιμετώπισης πολλών προβληματικών καταστάσεων που κατά τη διάρκεια της ζωής του καλείται να αντιμετωπίσει ο καθένας μας.