Η Αργυρώ είχε κάποτε μια ιδέα: να μαζέψει μια παρέα εθελοντών για να διαβάζει βιβλία σε όσους δεν μπορούν
Η Αργυρώ εξηγεί πως μια απλή ιδέα μπορεί να βοηθήσει ανθρώπους που αγαπούν τη γνώση και τη λογοτεχνία.
Τις τελευταίες μέρες στον ουρανό της Αθήνα έχει εγκατασταθεί μια μόνιμη μουντάδα. Βρέχει και κάνει κρύο.
Αυτό το μεσημέρι, όμως, ένας χλωμός χειμωνιάτικος ήλιος λούζει στο φως το καφέ που βρίσκεται δίπλα στο τεχνητό κανάλι στο πάρκο του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος».
Εδώ μας περιμένει η Αργυρώ Σπυριδάκη, πρόεδρος και ιδρυτής της ομάδας «Διαβάζω για τους Άλλους». Ένα δίκτυο εθελοντών που διαβάζουν σε ανθρώπους που δεν μπορούν να το κάνουν μόνοι τους. Ανθρώπους με προβλήματα όρασης, τυφλούς, πρόσωπα που αδυνατούν να κρατήσουν ένα βιβλίο στα χέρια τους, ηλικιωμένους σε γηροκομεία, παιδιά που ζουν σε ιδρύματα ή αναλφάβητους.
Κάθεται σε ένα γωνιακό τραπέζι και κοιτάζει κάτι στο λάπτοπ της. Δίπλα της ακριβώς έχει το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Ο δρόμος της πνευματικότητας» και στον λαιμό φοράει ένα μενταγιόν, αν δεν κάνω κάποιο φοβερό λάθος, με τη φιγούρα του Μικρού Πρίγκιπα από το διάσημο παραμύθι του Εξιπερί.
Η Αργυρώ γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά πέρασε όλα της τα μαθητικά χρόνια στην Κρήτη, στα Χανιά. Δραστήρια και πολυπράγμων, έχει σπουδάσει Δημοσιογραφία και Πολιτικές Επιστήμες, έχει ταξιδέψει πολύ, έχει εργαστεί ως life coach και σύμβουλος προσωπικής ανάπτυξης, ενώ τα τελευταία χρόνια είναι και δασκάλα yoga.
Δεν είχα καταλάβει ότι δεν υπάρχει ισότιμη πρόσβαση στη λογοτεχνία για όσους δεν βλέπουν. Θεωρούσα αυτονόητο πως ό,τι είναι σε έντυπη μορφή υπάρχει και σε ακουστική μορφή ή σε κώδικα γραφής Βraille. Ακόμη και σήμερα που το συζητάμε μου φαίνεται αδιανόητο να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο. Που υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν την ίδια δυνατότητα με τους υπόλοιπους για κάτι που εμείς θεωρούμε πολύ απλό, όπως το να έχεις όποιο βιβλίο θέλεις δίπλα στο κρεβάτι σου» λέει.
Κάπως έτσι προέκυψε το «Διαβάζω για τους Άλλους» και γνώρισε αμέσως εντυπωσιακή ανταπόκριση από τον κόσμο. «Έφτιαξα μια σελίδα στο Facebook, περιέγραψα αυτό που φανταζόμουν και κάλεσα κόσμο να βοηθήσει για να εμπλουτιστεί η ακουστική βιβλιοθήκη των τυφλών με βιβλία. Και γω δεν ήξερα τότε πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό. Υπήρχε μια γενική σκέψη μόνο. Άρχισε, όμως, να με παίρνει κόσμος τηλέφωνο» εξηγεί η Αργυρώ.
Στην πρώτη συνάντηση δεν πίστευε στα μάτια της. «Ήρθαν 40-45 άνθρωποι, άγνωστοι σε μένα. Έπαθα σοκ. Δεν είναι και λίγο πράγμα. Συγκινήθηκα, αγχώθηκα και εντυπωσιάστηκα μαζί. Άφησαν χειμωνιάτικα το σπίτι τους, τον καναπέ τους, την οικογένειά τους και ήρθαν για να συζητήσουμε αυτό το πράγμα» θυμάται.
Σιγά-σιγά, και με πολύ προσωπικό κόπο, το «Διαβάζω για τους Άλλους» μεγάλωσε. Σήμερα διαθέτει περίπου 3.000 εγγεγραμμένους εθελοντές σε τέσσερις πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Χανιά) και διοργανώνει ομαδικές αναγνώσεις σε παιδιά και ηλικιωμένους που ζουν σε ιδρύματα, σε φυλακισμένους ή αναλφάβητους, καθώς επίσης και ατομικές αναγνώσεις κατ’ οίκον σε εντυποανάπηρους (σ.σ. δηλαδή ανθρώπους που για λόγους υγείας ή άλλους δεν μπορούν να διαβάσουν μόνοι τους) αλλά και ηχογραφήσεις βιβλίων, ακόμη και πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, για φοιτητές με προβλήματα όρασης.
Για την Αργυρώ που εργάζεται εθελοντικά είναι μια δουλειά πλήρους απασχόλησης. «Δουλεύω τουλάχιστον 8-10 ώρες την ημέρα. Κάθε μέρα. Ακόμη και τα βράδια. Μέχρι να γεννήσω δούλευα και όλα τα Σαββατοκύριακα. Το αντιμετωπίζω ως κανονική δουλειά. Δεν γίνεται κι αλλιώς. Είναι τόσο πολλά που πρέπει να γίνουν. Δεν μπορώ να πω όχι. Κάθε φορά που θέλω να κάνω πράγματα για μένα και βάζω δίπλα αυτά που πρέπει να γίνουν για το “Διαβάζω για τους Άλλους”, αυτό πάντα νικάει».
«Άρα οι εθελοντές δεν έχουν δικαίωμα να αρρωστήσουν;» τη ρωτάω. «Αρρωσταίνουν, άνθρωποι είναι» μου απαντά και προσθέτει: «Μου έχει τύχει πολλές φορές να μην μπορώ να κάνω κάτι. Το θέμα, όμως, δεν είναι ότι ξυπνάω το πρωί και λέω: “Α, σήμερα δεν μπορώ, δεν έχω όρεξη να κάνω αυτό που έχω πει”. Εθελοντισμός σημαίνει δέσμευση. Όλοι δεσμευόμαστε σ’ αυτό που μπορούμε και οφείλουμε να κάνουμε. Και ο εθελοντισμός δεν πρέπει να είναι κάτι δευτερεύον στη ζωή μας».
Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Η ίδια συγκινείται ιδιαίτερα με τους ηλικιωμένους, καθώς σ’ αυτούς βλέπει τους δικούς της παππούδες. «Πιστεύω, και πάντα το πίστευα, ότι οι ηλικιωμένοι είναι μια παραμελημένη κοινωνική ομάδα. Έχουν προσφέρει τόσο πολλά… Εμένα, ας πούμε, ο παππούς και η γιαγιά μου έχουν περάσει πόλεμο, έχουν βιώσει συνθήκες που εμείς δεν μπορούμε ούτε να τις διανοηθούμε. Όταν, όμως, μεγαλώνουν, τους αφήνουμε μόνους.
Γι’ αυτούς τους ανθρώπους το “Διαβάζω για τους Άλλους” είναι μια παρέα, μια συντροφιά. Κάθε φορά που έχει ανάγνωση βάζουν τα καλά τους, κατεβαίνουν στο σαλονάκι του γηροκομείου, κάθονται και σε περιμένουν. Κι αν καμιά φορά τύχει κάτι και δεν πας, που σπάνια τυχαίνει, σε ρωτάνε “πού ήσουν;”. Χαίρονται που θα τους επισκεφτεί κάποιος, που θα μπορέσουν να μιλήσουν μαζί του. Γιατί πολλές φορές δεν έχουν άλλο τρόπο να εκφραστούν. Και ξέρεις, αυτή η επιθυμία να επικοινωνήσεις με άλλους, να μοιραστείς ένα κομμάτι της ζωής σου, δεν φεύγει ποτέ. Εγώ σε αυτούς τους ανθρώπους νιώθω ότι οφείλω. Οφείλω ως νεότερη γενιά. Οφείλω γιατί δεν πρόσφερα αυτό το πράγμα στη γιαγιά και στον παππού μου. Ίσως να ξεπληρώνω τις δικές μου τύψεις. Τι να σου πω; Ίσως να ξεπληρώνω αυτό που δεν έκανα στους δικούς μου ανθρώπους».
Όσο μιλάμε και μου εξομολογείται το άγχος και τους φόβους της για το μέλλον του «Διαβάζω για τους Άλλους», καθώς δεν έχει καταφέρει να βρει ακόμη δυνατότητα σταθερής χρηματοδότησης, ή μου λέει ότι οραματίζεται ένα μέλλον όπου όλη αυτή η ιδέα θα αποτελεί «πυλώνα της ελληνικής κοινωνίας», καταλαβαίνω ότι έχω μπροστά μου έναν άνθρωπο που νιώθει ένα αληθινό αίσθημα ευθύνης, που δεν θα τα παρατήσει εύκολα, ό,τι κι αν γίνει.
Και επιβεβαιώνει το συμπέρασμά μου όταν της ζητάω να μου διηγηθεί μια έντονη στιγμή που δεν θα ξεχάσει ποτέ.