«Είναι ήρεμα εδώ μέσα»: Ένα βράδυ στα Υπνωτήρια Αστέγων της Αθήνας
Είναι λίγο πριν από τις 7 και στα υπνωτήρια Αστέγων των Γιατρών του Κόσμου στον Δήμο Αθηναίων, στην οδό Αλικαρνασσού, στην Ακαδημία Πλάτωνος, και οι άνθρωποι που φιλοξενούνται εδώ έχουν συγκεντρωθεί ήδη και περιμένουν το σάντουιτς και το τσάι που σερβίρονται για βραδινό. Είναι άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας που δεν έχουν πού να μείνουν τα βράδια, άστεγοι, πρόσφυγες και μετανάστες που βρίσκουν στέγη και ένα ζεστό κρεβάτι από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις 7:30 το πρωί.
Για τον χώρο και τις εγκαταστάσεις, που παρέχονται από τον δήμο Αθηναίων, είναι υπεύθυνοι οι Γιατροί του Κόσμου, το προσωπικό των οποίων έχει τη διαχείριση, κάνοντας ό,τι είναι δυνατό για να αισθανθούν οι άνθρωποι που φιλοξενούνται εκεί ασφάλεια και θαλπωρή, κάτι που έχουν χάσει ζώντας στον δρόμο.
«Αυτήν τη στιγμή στο κέντρο φιλοξενούνται 52 άτομα, από 25 μέχρι 65 ετών, οι περισσότεροι άντρες, στην πλειονότητά τους 50 χρονών. Μπορούν να φιλοξενηθούν μάξιμουμ 55 άτομα, αλλά υπάρχουν 1-2 θέσεις που μένουν κενές, μήπως συμβεί κάτι έκτακτο. Συνήθως είμαστε γεμάτοι» λέει.
Είναι διαφορετικές οι ιστορίες που ακούς από Έλληνες και διαφορετικές αυτές που ακούς από μετανάστες ή πρόσφυγες – των τελευταίων είναι πολύ πιο σκληρές. Έχει αυξηθεί πολύ ο αριθμός των ατόμων που είναι θύματα βασανιστηρίων κι αυτό είναι πολύ δύσκολο να το ακούς και να προσπαθείς να το πλαισιώσεις.
«Για να μείνει κάποιος εδώ είναι βασικό να έχει πιστοποιητικά έγγραφα, ταυτότητα» συνεχίζει η Ελένη Παπαγεωργίου, ψυχολόγος. «Από κει και πέρα, τον βλέπει η κοινωνική λειτουργός και κάνει μια πρώτη εκτίμηση, ότι μπορεί να συμβιώσει με άλλους, κι αν λαμβάνει κάποια φάρμακα ή αν έχει κάποιες γνωματεύσεις ζητάμε ψυχιατρική εκτίμηση. Επίσης, γίνεται δερματολογική εξέταση και ακτινογραφία θώρακος, γιατί είναι άστεγοι και δεν ξέρουμε αν έχουν κάποιο μεταδιδόμενο νόσημα. Αν κάποιος έχει ψυχιατρικό πρόβλημα, τον δεχόμαστε, αρκεί να μας φέρει χαρτί απ’ τον γιατρό ότι μπορεί να συμβιώσει με άλλα άτομα και ότι παίρνει τη φαρμακευτική του αγωγή. Θα πρέπει να είναι αυτοεξυπηρετούμενος, να μπορεί να περπατάει, να κάνει μπάνιο μόνος του, για τη δική του ασφάλεια».
Περνώντας από τον έλεγχο στην είσοδο, όπου τσεκάρουν με ανιχνευτή αν όποιος μπαίνει κουβαλάει μεταλλικά αντικείμενα ή κάτι αιχμηρό, ουσίες (αλκοόλ, ναρκωτικά) – ο φύλακας μας εξηγεί ότι είναι μια απαραίτητη διαδικασία για την ασφάλεια όλων.
«Δεν είναι εύκολο να αποστασιοποιηθείς», μας λέει η Ελένη, «όλοι νοιαζόμαστε, γιατί δεν μπορείς να κάνεις αυτήν τη δουλειά αν δεν νοιάζεσαι πραγματικά. Αλλά από ένα σημείο και μετά δεν μπορείς να κουβαλάς όσα βιώνεις και στη ζωή σου εκτός του χώρου – αλλιώς δεν μπορείς να είσαι και καλός στη δουλειά σου. Υπάρχει οριοθέτηση, αλλά και τακτική παρακολούθηση, είμαστε δίπλα τους σε ό,τι θέμα έχουν, να το συζητήσουμε, να τους βοηθήσουμε, αλλά πρέπει να κρατάμε μια απόσταση, αναγκαστικά.
Είναι διαφορετικές οι ιστορίες που ακούς από Έλληνες και διαφορετικές αυτές που ακούς από μετανάστες ή πρόσφυγες – των τελευταίων είναι πολύ πιο σκληρές. Έχει αυξηθεί πολύ ο αριθμός των ατόμων που είναι θύματα βασανιστηρίων κι αυτό είναι πολύ δύσκολο να το ακούς και να προσπαθείς να το πλαισιώσεις. Είναι άλλες οι ιστορίες των Ελλήνων, όλες με τη σημασία τους και τη βαρύτητά τους.
«Είναι λίγοι αυτοί που έχουν καταφέρει να επανενταχτούν», λέει η Σταματίνα, «υπάρχουν όμως. Κρατάμε επαφές με όσους έχουν φύγει από το κέντρο, μας τηλεφωνούν, κάποιοι έρχονται και μας βλέπουν. Χαιρόμαστε πολύ όταν μαθαίνουμε ότι βρήκαν εργασία ή διαμέρισμα, παρακολουθούμε την εξέλιξή τους».
Στον χώρο του μεγάλου καθιστικού όπου συγκεντρώνονται όλοι για να φάνε, να πιουν και να δουν τηλεόραση σχεδόν όλοι οι φιλοξενούμενοι γνωρίζονται μεταξύ τους. «Μου αρέσει εδώ» μας λέει μια μεσήλικη κυρία που δεν θέλει να μας πει το όνομά της. «Είναι ζεστά, καθαρά και μπορείς να βρεις κι έναν άνθρωπο να πεις δυο κουβέντες».
Οι περισσότεροι αρνούνται να μας μιλήσουν και όταν βλέπουν τη φωτογραφική μηχανή αγριεύουν. Την ώρα που περιμένουν στην ουρά για να πάρουν το σάντουιτς, ένας μεγαλόσωμος άντρας γύρω στα 50 μας πλησιάζει απειλητικά και μας λέει, κουνώντας το δάχτυλό του: «Αν δω πουθενά τη φωτογραφία μου, χαθήκατε!». Του εξηγώ ότι δεν φωτογραφίζουμε κανέναν που δεν θέλει και ηρεμεί.
«Το ακούμε συχνά αυτό» λέει η Σταματίνα. «Το κρύβουν αρκετοί από τις οικογένειές τους επειδή νιώθουν ντροπή, αποτυχία, ότι είναι στο περιθώριο, για πολλούς λόγους».
Είμαι εδώ μέσα σχεδόν δύο μήνες χωρίς να το γνωρίζει η οικογένειά μου, δεν θα ήθελα να το μάθουν, κανείς δεν ξέρει ότι ζω στον δρόμο
«Είμαι πάνω από τρεις μήνες εδώ» λέει ο Φ. «Έρχομαι στις 6, κάνω μπάνιο (είναι υποχρεωτικό το μπάνιο), στις 7:30 μας φέρνουν φαγητό και τσάι και μετά βλέπουμε τηλεόραση. Κουβεντιάζουμε, περνάει η ώρα. Αυτά που μας προσφέρουν εδώ είναι πολύτιμα, και πάρα πολλά. Περνάει η νύχτα, όμως, και από τις 7:30 το πρωί είμαστε πάλι άστεγοι, στον δρόμο. Έντεκα ώρες την ημέρα είμαι έξω, κάθομαι στα παγκάκια, αν είναι καλός ο καιρός αράζω και χαλαρώνω ξαπλωτά. Κανείς δεν θέλει να είναι στον δρόμο. Ακούω ανθρώπους να μου λένε “τον γουστάρεις τον δρόμο” και τρελαίνομαι. Μερικά πράγματα δεν είναι στο χέρι σου, δεν μπορείς να τα ελέγξεις. Έχεις τη ζωή σου, το νοικοκυριό σου, την οικογένειά σου και ξαφνικά βρίσκεσαι να μην έχεις τίποτα, είναι κάτι που συμβαίνει. Γι’ αυτό που βλέπεις τώρα δεν έφταιξα εγώ. Είμαι θύμα».
Μου λέει ότι είναι από ένα νησί του Αιγαίου, μια ζωή εκεί, μέχρι που μια μέρα όλα πήγαν κατά διαόλου. «Χώρισα, από τη στενοχώρια μου με χτύπησε η κακιά αρρώστια, αλλά επέζησα. Χειρουργήθηκα στον Άγιο Σάββα από τον καλύτερο χειρουργό και μου πήγαν όλα καλά. Το ξεπέρασα. Δεν θέλω με τίποτα να ξαναγυρίσω στο νησί, δεν θέλω ούτε να τη βλέπω, δεν έχω σκοπό να ξαναπάω.
Δεν μπορώ πλέον να δουλέψω γιατί τρέμω. Η δουλειά μου ήταν σοβατίσματα, οικοδομή. Δεν μπορώ να ανέβω πια στη σκαλωσιά. Δεν ξέρω και γράμματα, το δημοτικό έχω βγάλει – από το ένα αυτί έμπαιναν και από το άλλο έβγαιναν. Τώρα θα βγάλω το επίδομά μου, περιμένω να πάω 67, θα βρω ένα σπιτάκι φτηνό –δεν θέλω πολυτέλειες–, να βάλω το κεφαλάκι μου από κάτω να ζήσω ήρεμα όσα χρόνια μου απομένουν». (Στο βάθος ακούγεται ειρωνικά το «γκρέμισ’ τα, γκρέμισ’ τα, όλα πια, γκρέμισ’ τα, γκρέμισ’ τα, σκληρή καρδιά» σε νέα εκτέλεση).
«Δεν περνάνε οι ώρες στον δρόμο. Δεν έχω κανέναν γνωστό στην Αθήνα. Συναντάω άλλους ανθρώπους που ζουν στα παγκάκια, πιάνουμε την κουβέντα μεταξύ μας και λέμε τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα. Ό,τι και να πεις, δεν περνάει η ώρα. Πόσο να κάτσεις να πίνεις καφέ; Μία ώρα, δύο; Παραπάνω δεν μπορείς. Τώρα έβγαλα το ΚΕΑ (σ.σ. Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης), 100 ευρώ μετρητά και 100 ευρώ σε κάρτα για να πάρεις είδη και σιγά-σιγά ετοιμάζω τα χαρτιά για τη σύνταξη. Ελπίζω να μπορέσω να έχω ένα σπίτι. Δόξα τω Θεώ, ξέρω να μαγειρεύω και μαγειρεύω και καλά».
Η ιστορία για το πώς κατέληξα εδώ με πονάει πολύ, αλλά θα σ’ την πω. Θυμάσαι που βούιξαν όλες οι τηλεοράσεις όταν ανέβηκε απέναντι από το Πολεμικό Μουσείο ένα λεωφορείο στο πεζοδρόμιο και πάτησε επτά ανθρώπους; Μέσα στους επτά ανθρώπους αυτούς, λοιπόν, ήταν και η γυναίκα μου και το παιδί μου. Ο γιος μου ήταν τρεισήμισι χρονών. Τα υπόλοιπα είναι ευκόλως εννοούμενα. Ήμουν για πολύ καιρό σε άθλια ψυχολογική κατάσταση, δεν είχα κουράγιο να πάω στη δουλειά, δεν μπορούσα να πληρώσω το νοίκι και βρέθηκα στον δρόμο, χωρίς τίποτα. Διαλύθηκε η ζωή μου. Αντιλαμβάνεσαι πλήρως τι έχω περάσει, που δεν το εύχομαι ούτε στον χειρότερο εχθρό μου. Ουσιαστικά, μου έκλεισε το σπίτι. Δεν ήθελα να ξαναφτιάξω τη ζωή μου. Έκανα κάποιες σχέσεις, αλλά δεν προσπάθησα να ξανακάνω οικογένεια μέχρι τα 65 μου.
Τώρα είμαι σε μια ηλικία που περιμένω να πάρω τη σύνταξη. Μόλις βγει, θέλω να βρω μια γκαρσονιέρα να μείνω, τουλάχιστον να μη βρέχομαι και να μην κρυώνω. Έχω και κάτι ένσημα, κάτι θα πάρω. Έμεινα για εφτά χρόνια στον δρόμο, κυριολεκτικά, και απ’ την κακή σίτιση και το άγχος έπαθα διάτρηση στομάχου. Έκανα ένα σοβαρό χειρουργείο και η κοινωνική λειτουργός του Ευαγγελισμού με έστειλε εδώ για να μην κοιμάμαι στον δρόμο. Στην ηλικία που είμαι όλοι οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να με βοηθήσουν έχουν πεθάνει. Έχω έναν φίλο με δυο παιδιά, όπου άντε να πάω ένα Σάββατο να φάω, δεν μπορεί να με βοηθήσει περισσότερο. Δεν μπορώ να γίνομαι και βάρος.
Φροντίζουμε να έχουμε καθαρό τον χώρο μας και να είμαστε τυπικοί, γιατί είναι καλοί οι άνθρωποι εδώ και μας φροντίζουν. Η ανθρωπιά είναι το κυριότερο στη φάση που βρισκόμαστε. Εδώ μέσα υπάρχουν Βούλγαροι, Αλβανοί, μαύροι, καλά τα πάω με όλους. Είναι καλά παιδιά, βοηθάω και με τα αγγλικά μου όπου μπορώ. Έχω γνωρίσει κι ένα παλικάρι που ταιριάζουν τα χνότα μας και το έχουμε συζητήσει, μόλις πάρουμε τη σύνταξη, επειδή είμαστε και συνομήλικοι, να συγκατοικήσουμε. Να μοιραζόμαστε τα έξοδα και να έχουμε και παρέα. Θέλεις ένας τρακοσάρι στο νερό για μια γκαρσονιέρα και η σύνταξη είναι 380 ευρώ…»
Όση ώρα μιλάμε με τους άντρες, η κυρία Ν. γράφει στο μπλε τετράδιό της, αλλά παρακολουθεί όσα λέμε με μεγάλη προσοχή. «Κι εγώ είμαι τρεις μήνες εδώ» λέει. «Ο Θεός μου έκανε αυτό το δώρο στο τέλος της ζωής μου γιατί βρήκα εδώ ανθρώπους που νοιάζονται για μένα. Με σέβονται ως άνθρωπο».
Προσπάθησα πολλές φορές να ξαναφτιάξω τη ζωή μου και πάντα κατέληγα στην έξωση γιατί οι εργοδότες μου μού φέρονταν πολύ άσχημα. Και όταν είσαι πάνω από 65 δεν σε παίρνει κανείς για δουλειά. Πλέον είμαι μεγάλη. Έχω ένσημα και περιμένω να πάρω τη σύνταξη, αλλά με έχουν κατακλέψει. Θα μπορούσα να την είχα πάρει εδώ και χρόνια. Στο Ταμείο μού λένε ότι δεν βρίσκουν τα ένσημα και με κοροϊδεύουν. Αυτήν τη στιγμή έχω μόνο το ΚΕΑ που μόλις το έβγαλα. Ζητιάνευα. Μάζευα γόπες. Μου έχουν φερθεί πολύ σκληρά. Έχασα όλο το νοικοκυριό μου. Όταν σε πετάνε στον δρόμο δεν έχεις πού να το πας και όλα διαλύονται. Δεν το έβαζα όμως κάτω, ξεκίναγα από την αρχή, με ένα στρώμα που μάζευα από τον δρόμο, αλλά πάλι τα ίδια χάλια».
Ο Ν. είναι ξένος, δεν θέλει να πει από πού. Είναι 28 χρονών και είναι στην Αθήνα δύο χρόνια. Ήρθε ως πρόσφυγας με σκοπό να πάει στη Γερμανία, αλλά εγκλωβίστηκε εδώ και προσπαθεί να συμβιβαστεί με αυτή την ιδέα. Έχει πολύ άσχημες εμπειρίες από τον δρόμο της Αθήνας, εκμετάλλευση, κακές συμπεριφορές, ξύλο. «Θα μπορούσα να σου πω πολλά απ’ όσα έχω ζήσει στον δρόμο», μου λέει, «αλλά ούτε τα αγγλικά μου είναι καλά, ούτε τα ελληνικά…»